Το 2006, στη Σαϊτάμα της Ιαπωνίας, ζήσαμε μια από τις πιο ένδοξες στιγμές του ελληνικού αθλητισμού. Η Εθνική Μπάσκετ με προπονητή τον Παναγιώτη Γιαννάκη και παίκτες όπως τον Σχορτσιανίτη, τον Σπανούλη και τον Παπαλουκά θριάμβευε με 101-95 των NBAers των ΗΠΑ, για το τότε Μουντομπάσκετ. Θυμάμαι πως εκείνη την εποχή διάβαζα ντόπια άρθρα τα οποία περιέγραφαν πόσο άσχημα θα ένιωθε ο (τότε πρόεδρος των ΗΠΑ) Τζορτζ Μπους που η κραταιά υπερδύναμή του είχε ταπεινωθεί από τη «μικρή Ελλαδίτσα». Είναι πράγματι εντυπωσιακό πως κάποιοι συμπατριώτες μας αποκαλούν έτσι τη χώρα μας όταν θέλουν να υπογραμμίσουν την παντοδυναμία της…

Αλλοι προχωρούσαν ακόμα περισσότερο γράφοντας για τη χαρά που θα σκόρπιζε στα παλαιστινιακά εδάφη η είδηση της νίκης του «Μπιγκ Σόφο» και της παρέας του.

Μια γλυκιά εκδίκηση για όσα τραβούν οι Παλαιστίνιοι από τους «κακούς Εβραίους», των οποίων τα συμφέροντα ταυτίζονται, ως γνωστόν, με αυτά των ποταπών Αμερικανών.

Θα μου πείτε: «Είναι παραπάνω από σίγουρο πως του Μπους δεν θα του κάηκε καρφάκι. Ισως να μην το έμαθε και ποτέ». Θα μου πείτε: «Οι Παλαιστίνιοι έχουν πολύ σοβαρότερα θέματα να ασχοληθούν από το να χαζεύουν στην TV δέκα ψηλέες να βαράνε τρίποντα και να μοιράζουν τάπες». Θα σας απαντήσω: «Χαίρω πολύ!»

Το συγκεκριμένο συμβάν αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα μιας από τις πολλές σαχλές εμμονές του Νεοέλληνα: Να ανάγει κάθε επιτυχία (αλλά και αποτυχία) του ελληνικού αθλητισμού σε γεγονός υψίστης εθνικής σημασίας. Σε μια ακόμα «απόδειξη» πως τα πάντα κινούνται γύρω από την Ελλάδα. Πως όλοι ασχολούνται μαζί της. Μαζί μας.

Τα παραδείγματα άπειρα: ο θρίαμβος της Εθνικής Ποδοσφαίρου το 2004 γιορτάστηκε σαν κάτι εξίσου σημαντικό με την Επανάσταση του ’21 από πλήθος («προικισμένων» αν θυμηθούμε το σχετικό σύνθημα) τσολιάδων αλλά και αρχαίων Ελλήνων. Πιο πρόσφατα, η νίκη επί της Ρωσίας στο φετινό Euro αναδείχθηκε σε βαρβάτη σεξουαλική πράξη «αυτών που τους χρωστάνε».

Αντίθετα, ήττες του παρελθόντος από την Αλβανία και την Τουρκία αντιμετωπίστηκαν ως όνειδος. Οι παίκτες της ηττημένης Εθνικής (αν και οι περισσότεροι από αυτούς ήταν ακόμα πρωταθλητές Ευρώπης) θεωρήθηκαν προδότες του γένους αφού έχασαν από «κατώτερους» και «μισητούς» λαούς.

Κάπου εδώ έρχεται και το δικό μου, προσωπικό, δράμα. Από μικρό παιδί ήμουν οπαδός της Εθνικής Γερμανίας. Μου άρεσε, βρε παιδί μου, το γερμανικό ποδόσφαιρο. Η Μπάγερν Μονάχου, η Γκλάντμπαχ, το Αμβούργο. Μου άρεσε το πάθος, το fighting spirit (που λένε και οι «πελάτες» τους, οι Εγγλέζοι), οι ανατροπές σε κλασικά ματς όπως το 3-3 με τη Γαλλία στο Μουντιάλ του ’82. Για χρόνια λοιπόν, άκουγα για τον Χίτλερ, για το Δίστομο, για τις κάλτσες κάτω από τα σανδάλια… «Για ποδόσφαιρο μιλάμε» ψέλλιζα. Αλλά τίποτα…

Κι εκεί που τα πράγματα είχαν (κάπως) ηρεμήσει, σκάνε μύτη η Μέρκελ και το ΔΝΤ. «Μα πώς είναι δυνατόν να είσαι με αυτά τα καθάρματα που ρουφάνε το αίμα του φτωχού Νότου;» με ρωτούσαν.

Λες και ο πλούτος και η φτώχεια έχουν να κάνουν με το πόσο κοντά βρίσκεσαι στον Βόρειο Πόλο.

«Ο Οζίλ, ο Σβαϊνστάιγκερ και ο Λαμ ρουφάνε το αίμα του φτωχού Νότου;» απαντούσα. Και συμπλήρωνα: «Και δεν νομίζω πως είναι καθάρματα. Κανένας λαός δεν είναι καθάρματα».

Ο αγώνας της 22ας Ιουνίου θύμιζε καλοκαίρι του ’41. Οι παιάνες αντηχούσαν παντού στην ελληνική επικράτεια. Η φτωχολογιά ολάκερου του κόσμου περίμενε με αγωνία τον θρίαμβο του φτωχότερου λαού του σύμπαντος (σ.σ.: εμείς είμαστε αυτοί) απέναντι στους απογόνους του Γκαίμπελς και του Αλάριχου.

Κι όμως… Στο ποδόσφαιρο νικάει συνήθως ο καλύτερος. Και το (αρκετά κολακευτικό) 2-4 απλώς ακολούθησαν μερικές κατάρες προς την Ανγκελα επειδή τόλμησε να πανηγυρίσει τα γκολ της πατρίδας της αντί να τα βάψει μαύρα για ένα ακόμη έγκλημα κατά της ανθρωπότητας που συντελείτο μπροστά στα μάτια της.

Είναι γνωστό πως η πολιτική πάντα «χωνόταν» συχνά στον αθλητισμό. Από τους Ολυμπιακούς του Βερολίνου το ’36 έως τον «πόλεμο του ποδοσφαίρου» που ξέσπασε ανάμεσα στην Ονδούρα και το Ελ Σαλβαδόρ για έναν προκριματικό αγώνα για το Παγκόσμιο Κύπελλο του ’70. Στην Ελλάδα όμως, το κακό έχει παραγίνει. Υπάρχει μια λεπτή κόκκινη γραμμή.

Πέρα από αυτήν τη θέση του αθλητικού συντάκτη παίρνει η άσχετη τηλεπερσόνα. Πέρα από αυτήν, τη θέση του αγνού οπαδού που θέλει να δει την πατρίδα του να παίζει μπάλα παίρνει ο Ελληνάρας που ντύνεται Αχιλλέας και βγαίνει στους δρόμους για να σπάσει αλλοδαπά κεφαλάκια. Ως γνωστόν, στην Ελλάδα του 2012, οι κόκκινες γραμμές είναι ένα ευφυολόγημα…

ο Θανάσης Χειμωνάς είναι συγγραφέας