Στις 6 Μαΐου του 1912, ο Φραντς Κάφκα θα σημειώσει στο ημερολόγιό του πως μια φορά αφότου διέσχισε με το τραμ, συντροφιά με τον πατέρα του, κάποιους βερολινέζικους δρόμους γεμάτους βαμμένα φράγματα, βρέθηκε ξαφνικά σε ένα σημείο όπου «[…] ανηφόριζε απότομα ένας τοίχος, που ο πατέρας μου σκαρφάλωσε σχεδόν χορεύοντας, τα πόδια του πετούσαν, τόσο εύκολη του ήταν η ανάβαση […] εγώ ανέβαινα με τρομακτικό κόπο, στα τέσσερα, γλιστρώντας κάθε τόσο προς τα κάτω, σαν ο τοίχος να είχε γίνει πιο απότομος κάτω από το δικό μου σώμα. Οδυνηρό ήταν ακόμη ότι (ο τοίχος) ήταν σκεπασμένος με ανθρώπινες ακαθαρσίες έτσι ώστε κομμάτια από αυτές είχαν κολλήσει πάνω μου […]».

Κάποια στιγμή, σε μια επιστολή του προς τη Μιλένα Γεσένσκα, αναρχική δημοσιογράφο και συγγραφέα με την οποία ο Κάφκα διατήρησε μια παθιασμένη επιστολική σχέση, θα αναφέρει πως «[…] είναι ότι διαρκώς αλλάζαμε, εσύ γινόσουν εγώ και εγώ γινόμουν εσύ […] εσύ πήρες φωτιά, δεν ξέρω πώς […]. Μα πάλι άρχισαν οι μεταμορφώσεις και προχώρησαν τόσο, ώστε στο τέλος δεν ήσαν πια εκεί […]. Μα είχες γίνει διαφορετική σα φάντασμα, ζωγραφισμένη με την κιμωλία μέσα στο σκοτάδι».

Τα παραπάνω αποσπάσματα θα μπορούσαν να προέρχονται από τα έργα του Κάφκα ή να είναι προσχέδια αυτών ή λογοτεχνικοί πειραματισμοί. Αποτελούν όμως όνειρά του. Αρκετά χρόνια μετά τη συγγραφή – από κοινού με τον φιλόσοφο Ζιλ Ντελέζ – του έργου «Κάφκα για μια ελάσσονα λογοτεχνία», ο γάλλος στοχαστής Φελίξ Γκουατταρί επιστρέφει στον αγαπημένο του συγγραφέα και αναστοχάζεται 65 όνειρά του, προσφέροντας στον αναγνώστη μια «καφκαϊστική πραγματολογία του ονείρου».

Ο Γκουατταρί γνωρίζει ότι οι νύχτες του Κάφκα κατασπαταλώνται σε όνειρα τρελά – «το μόνο που κάνω είναι να ονειρεύομαι, πράγμα που είναι πιο εξοντωτικό από το να αγρυπνώ» αναφέρει ο ίδιος ο Κάφκα – κι έτσι δεν επιθυμεί τόσο να αναλύσει τα όνειρά του όσο να αναδείξει τις ιδιαιτερότητές τους.

Μέσα από την ανάγνωση ονείρων που ο Κάφκα κατέγραψε είτε σε επιστολές του προς τους οικείους του είτε στα ημερολόγιά του, ο Γκουατταρί εντοπίζει τα ιδιαίτερα γνωρίσματα των ονείρων του που συναντάμε στις νουβέλες και στα μυθιστορήματά του. Το σκύψιμο του κεφαλιού ή του σώματος, τα δόντια και τα σκυλιά, οι ενδείξεις υποταγής, οι χορεύτριες και οι υπηρέτριες, οι πόρνες και οι γυναίκες με σημαδεμένο δέρμα, οι τυφλές κοπέλες και οι παράξενες, σχεδόν διαβολικές, γυναικείες παρουσίες αποτελούν ονειρικά σημεία ιδιαιτερότητας που δεν άφησαν ανεπηρέαστο το συγγραφικό του έργο.

Σύμφωνα με τον Γκουατταρί τα όνειρα του Κάφκα κατέχουν μια ιδιαίτερη θέση στον τρόπο παραγωγής της καφκικής υποκειμενικότητας. Αντί να παραπέμπουν σε μια ναρκισσιστικού τύπου αναδίπλωση στον εαυτό, σηματοδοτούν ένα άνοιγμα προς ανυποψίαστες εξωτερικές όψεις. «Αρνούμενος να καθυποτάξει τα σημεία μη νοήματος (των ονείρων του) στον ζυγό μιας οποιασδήποτε ερμηνευτικής», γράφει ο Γκουατταρί, «τα αφήνει να εξαπλώνονται, να κλιμακώνονται για να γεννήσουν άλλες φαντασιακές μορφοποιήσεις, άλλες ιδέες, άλλα πρόσωπα, άλλες ψυχικές συντεταγμένες, δίχως κανενός είδους δομική υπερκωδικοποίηση».

Δύο ακόμη αδημοσίευτα κείμενα του Γκουατταρί σχετικά με το έργο του μεγάλου συγγραφέα, καθώς και ένα σχεδίασμα για μια ταινία για τον Κάφκα ή μάλλον «γυρισμένη» από τον Κάφκα που είχε στο μυαλό του ο γάλλος φιλόσοφος, ολοκληρώνουν την παρούσα σύντομη αλλά εξαιρετικά περιεκτική έκδοση.