Αποκτήσαμε κυβέρνηση και μάλιστα συνεργασίας. Με το κείμενο σύγκλισης των τριών κομμάτων που δόθηκε στη δημοσιότητα το Σάββατο 23/6, υποτίθεται ότι σκιαγραφείται το πλαίσιο διακυβέρνησης. Πιστά στις προεκλογικές υποσχέσεις τους, τα τρία κόμματα θέτουν σε υψηλή προτεραιότητα την αναδιαπραγμάτευση του Μνημονίου. Την ίδια ημέρα δημοσιεύθηκε συνέντευξη του γερμανού υπουργού Οικονομικών κ. Σόιμπλε, ο οποίος δήλωνε κατηγορηματικά ότι «δεν μπορεί να αλλάξει ο στόχος για μείωση του χρέους στο 120%». Λίγο – πολύ, λέει το εξής: κάνετε ό,τι θέλετε ενδιαμέσως με ελαφρύνσεις, επιμηκύνσεις, ανάπτυξη, μεγέθυνση, καταναλωτισμό, πρόγραμμα όμως το οποίο δεν καταλήγει αξιόπιστα σε χρέος 120% του ΑΕΠ απλώς δεν γίνεται αποδεκτό. Το ερώτημα είναι τι βαρύτητα έχει αυτή η δήλωση.

Το 120% στο οποίο βασίστηκε η απόφαση της 26-27/10/2011 επιτυγχάνεται σύμφωνα τον σχεδιασμό του δεύτερου πακέτου στήριξης ύστερα από (α) πέντε χρόνια πλεονασμάτων, (β) την επιτυχή επανιδιωτικοποίηση των τραπεζών και χρήση των εσόδων για μείωση του χρέους, (γ) την επιτυχή ολοκλήρωση προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων ύψους 28 δισ. ευρώ και χρήση των εσόδων για μείωση του χρέους. Τα παραπάνω, μαζί με τις μεταρρυθμίσεις σε Φορολογικό, Ασφαλιστικό, υγεία, περιορισμό του Δημοσίου, κατά τεκμήριο θα έχουν οδηγήσει την Ελλάδα ξανά στις αγορές, να δανείζεται αυτονόμως για να εξυπηρετεί το χρέος της. Ακόμη και με κάποια περαιτέρω στήριξη, μετά το 2015, για την αναχρηματοδότηση του χρέους της μέχρις ότου έχει βγει η Ελλάδα για τα καλά στις αγορές, το κεφάλαιο ελληνική κρίση (πιστεύουν ότι) θα έχει κλείσει.

Το 2020 είναι σημαντικό ως καταληκτική ημερομηνία γιατί από τα μέσα του έτους αρχίζουν οι καταβολές χρεολυσίων των δανείων της τρόικας (και από το 2023 έρχονται οι ωριμάσεις των νέων ομολόγων, μετά το PSI). Εάν μέχρι το 2020 η Ελλάδα δεν έχει καταφέρει να βγει στις αγορές, τότε το κούρεμα του επίσημου τομέα είναι αναπόφευκτο – εάν βεβαίως υπάρχει ακόμη ευρωζώνη και εάν η Ελλάδα πρόκειται να παραμείνει σ’ αυτήν. Οικονομικά είναι προφανώς παράλογο για τους εταίρους αλλά και πολιτικά είναι αδύνατον – σήμερα, το 2012 – να συμφωνηθεί οτιδήποτε προβλέπει κούρεμα του επίσημου τομέα, δηλαδή «προσυμφωνημένη δωρεά» προς την Ελλάδα. Το δε αναθεωρημένο 2ο πρόγραμμα στήριξης πολύ δύσκολα θα περάσει από κοινοβούλια χωρίς η έξοδος στις αγορές να είναι αξιόπιστα ορατή ως προοπτική μέχρι το 2020 – ομοίως και με το ΔΝΤ. Εναλλακτικά, η περίοδος χάριτος των δανείων της τρόικας πρέπει να παραταθεί από 10ετής που είναι σήμερα.

Οι συμφωνημένες αρχές των κομμάτων της νέας κυβέρνησής μας προσθέτουν τουλάχιστον 8% του ΑΕΠ στο χρέος σε πρόσθετα πρωτογενή ελλείμματα από την επιμήκυνση δύο ετών, φορτώνουν χρέος περίπου 7% του ΑΕΠ από αντιστροφή αδικιών του PSI (ή το ισοδύναμό τους σε μη μείωση χρέους εάν επιλεγεί η προσφορά δημόσιας περιουσίας), αφαιρούν μειώσεις χρέους από ιδιωτικοποιήσεις (από λίγες ποσοστιαίες μονάδες μέχρι 14% του ΑΕΠ), θέτουν εν αμφιβόλω την επιτυχή επανιδιωτικοποίηση των τραπεζών. Δηλαδή, είναι βέβαιο ότι το χρέος θα ξεπερνά οπωσδήποτε το 130% του ΑΕΠ. Επιπροσθέτως, απαιτείται η άμεση δέσμευση των εταίρων σε αύξηση του δανείου κατά 40 δισ. ευρώ (16 δισ. ευρώ πρόσθετα ελλείμματα και 24 δισ. ευρώ αναχρηματοδότηση χρέους – για την τελευταία, στο Eurogroup 21/2 είχε αναληφθεί προφορική δέσμευση συνέχισης της στήριξης μετά το 2015).

Φοβάμαι ότι η αναδιαπραγμάτευση με βάση αναφοράς τις αρχές της συνεργασίας των τριών κυβερνητικών κομμάτων θα είναι μια δυσάρεστη έκπληξη για πολλούς. Υπάρχει κίνδυνος να αναβιώσει το κλίμα Σεπτεμβρίου – Οκτωβρίου 2011 μετά το φιάσκο Βενιζέλου. Το μόνο που μπορεί να βάλει στο τραπέζι η Ελλάδα είναι ένα αξιόπιστο πρόγραμμα με ευρείες και ραγδαίες μεταρρυθμίσεις. Δυστυχώς, το κείμενο συμφωνίας αρχών δεν αγγίζει καν το μεγάλο πρόβλημα του Ασφαλιστικού και των Ταμείων, πιάνει ξώφαλτσα το θέμα της υγείας και εύχεται απλώς την οριακή μόνο μείωση του κράτους. Θα είναι σώφρον, η όποια αναδιαπραγμάτευση να γίνει σε δύο στάδια: (α) άμεσα για την αποκατάσταση των εκταμιεύσεων, την ενεργοποίηση της πρόβλεψης του ιδίου του Μνημονίου για επιμήκυνση ενός έτους και την επαναφορά του εκτροχιασμένου προγράμματος διαρθρωτικών αλλαγών και (β) εντός του 2013 για ευρύτερο ανασχεδιασμό επί τη βάσει ενός δικού μας Μνημονίου. Αυτό το τελευταίο πρέπει να το φτιάξουμε! Αλλαγές επιμέρους προβλέψεων, όπως αυτές που αφορούν τα θεωρούμενα βάρβαρα μέτρα των περικοπών, μπορεί να γίνονται σε τακτική βάση εφόσον προσδιορίζονται τα δημοσιονομικά ισοδύναμα.

Τέλος, είναι προφανές ότι το πλαίσιο της συνεργασίας των τριών κομμάτων, κάθε άλλο παρά οδηγεί προς την άρση της ανάγκης εξάρτησης από δανειακές συμβάσεις. Την εξάρτησή μας από αλλεπάλληλες δανειακές συμβάσεις και Μνημόνια πρέπει να την αναγνωρίσουμε ως πραγματικότητα για τουλάχιστον μια δεκαετία. Ας φροντίσουμε να κυβερνηθούμε (και να κυβερνήσουν) αναλόγως.

Ο Γιώργος Προκοπάκης είναι σύµβουλος επιχειρήσεων σε θέµατα οργάνωσης και διαχείρισης πληροφοριών, πρώην καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια