Ολα ξεκίνησαν στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Την περίοδο, δηλαδή, όπου τρεις μιλανέζοι αρχιτέκτονες, οι Τζόναθαν ντε Πας, Ντονάτο ντ’ Ούρμπινο και Πάολο Λομάτζι, αποφάσισαν να εξελίξουν ένα αγαπημένο τους αρχαίο κινεζικό παιχνίδι με ξύλινα ραβδιά ως τη βάση ενός χρήσιμου καθημερινού αντικειμένου. Επιλέγοντας για τον σκοπό τους οκτώ ξύλινα στικς μεγαλύτερα από αυτά που προέβλεπε το παιχνίδι και δένοντάς τα μεταξύ τους με έναν κεντρικό μεντεσέ, επινόησαν ένα ξύλινο κατασκεύασμα που ανοίγει προς τα πάνω και προς τα κάτω θυμίζοντας κατά κάποιο τρόπο ένα στριμμένο πακέτο ξύλων. Το Sciangai coat rack, όπως τελικά ονόμασαν την εφεύρεσή τους επηρεασμένοι από τον τίτλο του κινεζικού παιχνιδιού που λάτρεψαν, δεν ήταν τίποτα περισσότερο από τον διασημότερο πλέον σήμερα καλόγερο για τα ρούχα. Ενα αντικείμενο τόσο οικείο και χρήσιμο, το οποίο όμως έως το 1973, οπότε και η ιταλική εταιρεία Zanotta έβγαλε στην αγορά τον Sciangai coat rack, είχε τη γνωστή επί δεκαετίες κλασική όψη.

Η υπερβολική μεγέθυνση ενός φαινομενικά απλού αντικειμένου, όπως συνέβη στην περίπτωση του Sciangai coat rack, ήταν το πιο συχνά επαναλαμβανόμενο μοτίβο για τους σχεδιαστές-θιασώτες της αρχιτεκτονικής τάσης του Radical Design. Της τάσης, δηλαδή, που επικράτησε στο ιταλικό ντιζάιν στα τέλη της δεκαετίας του ’60 και στις αρχές της δεκαετίας του ’70, με στόχο την ανατροπή των αξιών και των δογμάτων που επικρατούσαν στον χώρο της αρχιτεκτονικής την περίοδο εκείνη. Φανατικοί υποστηρικτές του κινήματος της υπερβολής, του πλούτου, του δράματος και της έντονης θεατρικότητας, ο Τζόναθαν ντε Πας, ο Ντονάτο ντ’ Ούρμπινο και ο Πάολο Λομάτζι ακολούθησαν για πολλά χρόνια την ίδια δοκιμασμένη συνταγή, σε διαφορετικά όμως είδη αντικειμένων. Από την πολυπληθή ωστόσο συλλογή τους τα τουβλάκια της Lego και το γάντι του μπέιζμπολ αποτελούν ίσως τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα της δουλειάς τους: τα πρώτα μετατράπηκαν επιτυχώς σε ράφια και το δεύτερο σε δερμάτινη πολυθρόνα που μέχρι σήμερα είναι γνωστή για τον συνδυασμό του καινοτομικού της ντιζάιν με την άνεση.

Τα θεμέλια του αρχιτεκτονικού – σχεδιαστικού γραφείου των τριών σωματοφυλάκων του ιταλικού ντιζάιν μπήκαν το 1966, λίγο αφότου οι συνιδρυτές του είχαν περάσει το κατώφλι των 30 χρόνων τους. Το ενδιαφέρον τους επικεντρώθηκε σχεδόν εξαρχής στον σχεδιασμό σύγχρονων επίπλων, εσωτερικών χώρων και αρχιτεκτονικών μελετών με τη χρήση βιομηχανικών τεχνικών αιχμής. Η συνεργασία τους, στενή και μεθοδική, δεν άργησε να φέρει τα πρώτα αποτελέσματα. Το 1970 συμμετέχουν στην έκθεση World Expo στην Οσάκα της Ιαπωνίας σχεδιάζοντας μια σειρά από κατοικίες με πεπιεσμένο αέρα. Δύο χρόνια αργότερα λαμβάνουν μέρος στην έκθεση που χρηματοδοτούσε το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης με τίτλο «Italy, the New Domestic Landscape». Τριάντα πέντε όμως χρόνια μετά την πρώτη τους γνωριμία και την αρχή της επαγγελματικής τους συνύπαρξης στο κτίριο της οδού Ροσίνι, του δρόμου που φιλοξενούσε τα περισσότερα σχεδιαστικά στούντιο της εποχής, η δομή της ομάδας αλλάζει για τα καλά εξαιτίας του ξαφνικού θανάτου του Ντε Πας στα μέσα του 1991. Γεγονός που σε καμία περίπτωση δεν απέτρεψε τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας να συνεχίζουν το σχεδιαστικό τους έργο έως και σήμερα.

Αν και η φήμη των αρχιτεκτόνων συχνά εγκλωβιζόταν στα στενά όρια της πατρίδας τους, σε αντίθεση με πιο σύγχρονους σχεδιαστές – μεταξύ των οποίων ο Τζο Κολόμπο, ο Ετορε Σότσας και οι αδελφοί Καστιλιόνι -, οι Ντε Πας, Ντ’ Ούρμπινο και Λομάτζι κατάφεραν αυτό που πολλοί συνάδελφοί τους θα ζήλευαν: δημιούργησαν διάσημα αντικείμενα, τα οποία αναγνωρίζονται με την πρώτη ματιά ακόμη και από ανθρώπους που ποτέ στο παρελθόν δεν έχουν ξανακούσει το όνομα των δημιουργών. Ο καλόγερος Sciangai, για παράδειγμα, είναι ένα από τα πιο γνωστά δημιουργήματά τους, μαζί φυσικά με την Blow, τη χρωματιστή φουσκωτή καρέκλα, και την Joe, τη δερμάτινη πολυθρόνα που σχεδιάστηκε στα πρότυπα του γαντιού του μπέιζμπολ και πήρε το όνομά της από τον επιτυχημένο αθλητή της ομάδας των Νιου Γιορκ Γιάνκις, τον Τζο Ντι Μάτζιο. Ολα στο σύνολό τους αντικείμενα που με αφορμή την έκθεσή τους στο Triennale Design Museum του Μιλάνου αναδεικνύουν την αγάπη των δημιουργών τους για τον πειραματισμό, την έρευνα και τον επαγγελματισμό, στοιχεία που τους χαρακτηρίζουν στα σαράντα χρόνια της σταδιοδρομίας τους.

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή, και συγκεκριμένα από την ιδέα της Blow, η οποία γεννήθηκε όταν αναδείχθηκε και η τάση του φουσκωτού πλαστικού. Μια τάση την οποία οι τρεις σχεδιαστές, αφού την επεξεργάστηκαν προσεκτικά, διαμόρφωσαν σε μια πιο οικεία μορφή δίνοντάς της το σχήμα μιας κλασικής πολυθρόνας. Στην πραγματικότητα βέβαια με τη δημιουργία του πλαστικού επίπλου κανένας δεν φανταζόταν ότι τέσσερις δεκαετίες αργότερα η αγορά θα μιλούσε ακόμη για την πιο μαζική παραγωγή, η οποία όχι μόνο σημείωσε οικονομική επιτυχία αλλά σηματοδότησε στο τέλος της δεκαετίας του ’60 τη στροφή στο ποπ ντιζάιν των εσωτερικών χώρων. Στην περίπτωση της Joe, από την άλλη, η έμπνευση προέκυψε από το ίδιο το άθλημα του μπέιζμπολ και συγκεκριμένα από το ανθρώπινο σώμα που, ως μια άλλου είδους μπάλα, βρίσκει καταφύγιο μετά το τέλος του παιχνιδιού στο γάντι του αθλητή. Μερικά ακόμη από τα επιτυχημένα έργα της συλλογής τους είναι το Junior, ένα πολύχρωμο παιδικό σαλόνι αποτελούμενο από πέντε καρέκλες οι οποίες προκύπτουν από τη συναρμολόγηση διαφορετικών κομματιών, αλλά και το πλαστικό τούνελ με τα φινιστρίνια πλοίου που σχεδίασαν ειδικά οι αρχιτέκτονες για την έκθεση στο Triennale του Μιλάνου το 1968. «Μπορεί τα έργα τους να μην έχουν την αξιοπιστία του Καστιλιόνι ή το πάθος και την ιδιοφυΐα του Σότσας, είναι όμως αξιοσέβαστα και πολύ αγαπητά από τον κόσμο», σχολιάζει η Πάολα Αντονέλι, έφορος αρχιτεκτονικής και ντιζάιν στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης. «Και στο κάτω κάτω, ας μην ξεχνάμε ότι έργα όπως η Blow αποτελούν σε κάθε περίπτωση τους πιο γερούς πυλώνες στην ιστορία του ιταλικού ντιζάιν».

«Il gioco e le regole», Triennale Design Museum του Μιλάνου, έως τις 17 Ιουνίου