Για μία ακόμη φορά η τέχνη προηγήθηκε της ζωής, κάτι που είναι βέβαια φυσικό και κοινά παραδεκτό. Η έκπληξη όμως κρύβεται στο δεύτερο σκέλος αυτού του κοινού τόπου: η ζωή, εν προκειμένω η πολιτική ζωή της χώρας, δεν κατάφερε τελικά να αντιγράψει την τέχνη. Το κινηματογραφικό πανόραμα της Μεταπολίτευσης μεταφέρθηκε την εβδομάδα που πέρασε στον πραγματικό δημόσιο βίο, φυσικά και ανώδυνα (επί του παρόντος) και κυρίως χωρίς τη συναίσθηση της αντιγραφής, και βέβαια χωρίς ίχνος, ελληνικού έστω, χιούμορ. Αναφέρομαι βέβαια στην εμβληματική ταινία του Νίκου Περάκη «Βίος και πολιτεία», της οποίας παρακολουθήσαμε αυτές τις ημέρες την αναβίωση σε πραγματικές συνθήκες – χωρίς την αντίστοιχη αγωνία, είναι αλήθεια. Στη θέση του Καραμάνου (συμπαθούς και αναποτελεσματικού επαναστάτη) ο κ. Τσίπρας, επικεφαλής του δεύτερου κομμουνιστικού κόμματος της χώρας, ενισχυμένος με τις πολλαπλασιαστικές εκλογικές επιδόσεις του κόμματός του της 6ης Μαΐου, δεν κάμφθηκε από τα φιλαράκια της προηγούμενης «Λούφας και παραλλαγής» και δεν τραγούδησε τελικά τον Εθνικό Υμνο όπως του ζήτησαν πολλοί. Αλλωστε, όλα έχουν αλλάξει από τότε. Η Ελλάδα εν τω μεταξύ έγινε χώρα πλουσιότερη και μετά φτωχότερη και οι ηθοποιοί-πρωταγωνιστές της ταινίας έχουν γίνει πρωταγωνιστές της κοινωνικής ζωής, μάλιστα μερικοί και της πολιτικής ζωής. Ο ευφυής ταξιτζής που σπεύδει στο κτίριο του ΟΤΕ για να δει τι συμβαίνει τέλος πάντων, και συμβάλλει και αυτός με τον τρόπο του στην αποδιοργάνωση του Καραμάνου, τώρα με το πραγματικό του όνομα, κ. Παύλος Κοντογιαννίδης (μέλος της «σειρούλας» που λέγαμε), είναι βουλευτής των Ανεξάρτητων Ελλήνων στο νέο Κοινοβούλιο, με άλλες πια προδιαγραφές και άλλες προτεραιότητες.

Αλλά πώς φτάσαμε σε αυτή την ανατροπή; Και πώς θα ξεμπλέξουμε τώρα το κουβάρι που φαίνεται να μπλέκεται κάθε μέρα και περισσότερο; Η συζήτηση αυτή διεξάγεται με αμείωτο ρυθμό στα ΜΜΕ (Τύπος, τηλεόραση, ραδιόφωνο και Διαδίκτυο), και η συμμετοχή σε αυτήν δεν φαίνεται να είναι άμεσα παραγωγική. Ωστόσο η ανάδειξη κάποιων πλευρών της κρίσης μπορεί να είναι, έστω και περιορισμένα, χρήσιμη.

Θέλω λοιπόν να επισημάνω, όχι με θεραπευτικές προθέσεις, αλλά με την έγνοια της καταγραφής και τίποτα περισσότερο, μια συνθήκη της σημερινής πολιτικής κατάστασης που θεωρώ θεμελιώδη. Εννοώ τη σύμμειξη κοινοβουλευτικών εκλογών και δημοψηφίσματος που ντε φάκτο εγκαθιδρύθηκε στις 6 Μαΐου στη χώρα μας. Το ατύχημα έχει τη μικρή του ιστορία. Σε συνθήκες απελπιστικής απομόνωσης τον Οκτώβριο του 2011, με τη Νέα Δημοκρατία να αρνείται τη σύμπλευση και τον ηρωικό λαό της Θεσσαλονίκης να αποδοκιμάζει τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ο Γ. Παπανδρέου τράβηξε από το ιδεολογικό του οπλοστάσιο το καλύτερό του όπλο και το έριξε στη μάχη της πολιτικής του επιβίωσης: το δημοψήφισμα. Για όσους γνωρίζουν ή για όσους προσπαθούν να καταλάβουν τον Γεώργιο Παπανδρέου, η ενέργεια αυτή δεν είχε τίποτε το εξωτικό, τίποτε το παραπλανητικό και τίποτε το ανειλικρινές. Στις θεμελιώδεις αντιλήψεις του Γ. Παπανδρέου περί ηλεκτρονικής δημοκρατίας και άμεσης επικοινωνίας του ηλεκτρονικού ηγέτη με τον ηλεκτρονικό λαό, το δημοψήφισμα ήταν μια δημοκρατική πρακτική, ίσως μια δημοσκόπηση σε πραγματικές συνθήκες και με δεσμευτικά αποτελέσματα. Το εγχείρημα ωστόσο απέτυχε. Αποδοκιμάστηκε ομόφωνα τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό από δυνάμεις που δεν είχαν κανέναν λόγο να συμφωνούν μεταξύ τους, και πάντως από δυνάμεις (και στην κοινωνία και στις πολιτικές ηγεσίες) που δεν διατηρούν καμία επικοινωνία και δεν είχαν καμία δυνατότητα συντονισμού. Ποιο ήταν το επιχείρημα που εν αγνοία τους ένωσε όλες αυτές τις δυνάμεις της άρνησης του δημοψηφίσματος και ενίσχυσε την ιδέα της παραμονής της πολιτικής ζωής της χώρας στο πλαίσιο του δημοκρατικού κοινοβουλευτισμού; Πίσω από αυτή την άρνηση κρύβεται νομίζω η αντίληψη (που φυσικά τη συμμερίζομαι) ότι η πολυπλοκότητα του κοινοβουλευτικού έργου ως συνολικής πολιτικής διαδικασίας δεν μπορεί να αντικατασταθεί από δημοψηφισματικές πρακτικές όπου μεγάλα και σοβαρά ενίοτε προβλήματα ζητείται να απαντηθούν μονολεκτικά, θετικά ή αρνητικά. Στα δημοψηφίσματα με την απευθείας ερώτηση των ηγεσιών προς τον λαό καταργείται η διαμεσολάβηση του συνόλου του πολιτικού κόσμου, που είναι εκείνος όμως που θα κληθεί στη συνέχεια να διαχειριστεί την όποια μονολεκτική λαϊκή ετυμηγορία. Η απόρριψη του προταθέντος δημοψηφίσματος είχε την έννοια της άρνησης να βάλουμε στον τόπο του σύνθετου (του κοινοβουλευτισμού) το απλό (του δημοψηφίσματος), στη θέση δηλαδή της πολυδιάστατης και πολυθεματικής πολιτικής τη μονοδιάστατη απάντηση του «ναι» ή του «όχι».

Δεν είναι εδώ η θέση για μια ιστορική, χρονογραφική έστω, αναδρομή σε αυτό που επακολούθησε έκτοτε ώς τις κοινοβουλευτικές εκλογές της 6ης Μαΐου. Εκείνη όμως την ημέρα συνέβη το απευκταίο. Σιωπηρά και αθόρυβα, το κακό πνεύμα που υπονόμευε την κοινοβουλευτική δημοκρατία, το απλοϊκό δημοψήφισμα, αυτό που είχαμε διώξει με αποτροπιασμό από όλα τα παράθυρα του σπιτιού, μπήκε από την πόρτα και εγκαταστάθηκε για καλά σε όλα τα δωμάτια, ακόμη και στις πιο απόκρυφες χαραμάδες. Η διάκριση Μνημόνιο – αντιμνημόνιο, με αποσιώπηση μάλιστα της διάκρισης ευρώ ή δραχμή, έγινε κυρίαρχη και επισκίασε τον δημοκρατικό χαρακτήρα των κοινοβουλευτικών εκλογών. Τα περισσότερα μικρά κόμματα, αριστερά και δεξιά, έγιναν αντιμνημονιακά και πολυσυλλεκτικά και αύξησαν κατακόρυφα τα εκλογικά τους ποσοστά. Υποδέχτηκαν δηλαδή ψηφοφόρους με αποκλίνουσες πολιτικές αντιλήψεις, στη δημοψηφισματική όμως λογική Μνημόνιο – αντιμνημόνιο.

Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, Πέμπτη μεσημέρι, οι διερευνητικές εντολές συνεχίζονται, αλλά η προσφυγή σε νέες εκλογές φαίνεται πολύ πιθανή. Τι νόημα όμως έχει να πάμε πάλι στις κάλπες για την εκλογή βουλευτών και την ανάδειξη της κυβέρνησης της χώρας με δημοψηφισματικά διλήμματα και όχι με κοινοβουλευτικές απαιτήσεις;

Οι νέες εκλογές δεν είναι βέβαιο ότι θα είναι εκλογές περίσκεψης και δεν θα είναι εκλογές θυμού. Πρέπει να γίνει μεγάλη προσπάθεια από το μέτωπο της λογικής, αν κάτι τέτοιο υπάρχει ακόμη, για να πεισθεί το εκλογικό σώμα ότι στις κοινοβουλευτικές εκλογές δεν απαντάμε μονολεκτικά και δεν αδιαφορούμε για τις απόψεις και τις ιδέες του κόμματος που ψηφίζουμε. Είναι ευθύνη όλων να επιστρέψει η πολιτική στις κάλπες. Διαφορετικά θα επανακάμψει η βία που την είχαμε αποδιώξει με απερίγραπτο κόπο και θυσίες στα χρόνια της Μεταπολίτευσης, την οποία τόσο άκριτα ποδοπατούν μερικοί σήμερα.

Ο Βασίλης Παναγιωτόπουλος είναι ιστορικός