Οσοι υποτιμούσαν τον Φρανσουά Ολάντ είχαν τελικά άδικο. Τον έλεγαν «λίγο» και «χλωμό», μερικές φορές και «άσχετο», τονίζοντας ότι δεν έχει στο ενεργητικό του καμιά κυβερνητική πείρα. Τον θεωρούσαν πολιτικά λιπόβαρο. Ανάμεσα σε αυτούς που τον υποτιμούσαν δεν ήταν μόνο οι ακροαριστεροί όπως ο Μελανσόν. Ηταν και ο Νικολά Σαρκοζί.

Ο Σαρκοζί πίστευε αρχικά ότι ο Ολάντ δεν μπορούσε καν να κερδίσει τη μάχη μέσα στο Σοσιαλιστικό Κόμμα για να αναδειχτεί υποψήφιος στις προεδρικές εκλογές. Κι όταν ο Ολάντ κέρδισε την πρόκριση, ο Σαρκοζί πρέπει να άνοιξε σαμπάνιες. Πρόωρα: γιατί σε αντίθεση με τον Στρος-Καν που αυτο(;)εξαιρέθηκε και την ικανότατη Μαρτίν Ομπρί, ο Ολάντ, μέρα με την ημέρα, με πείσμα, γνώσεις και ταλέντο, αποδείχτηκε εξαίρετος υποψήφιος. Μπόρεσε να συσπειρώσει το κόμμα του, να κινητοποιήσει όλους τους βαρύθυμους παραδοσιακούς «βαρόνους» του Σ.Κ. που αρχικά δεν τον ήθελαν, να προκαλέσει ρεύμα αρχικά συμπάθειας και μετά αποδοχής. Με αποτέλεσμα τις πιο ενθαρρυντικές, ώς την υπερβολή, δημοσκοπήσεις.

Το ύστατο χαρτί του «εξερχόμενου» προέδρου, που σίγουρος για τον εαυτό του είχε καθυστερήσει την επίσημη προεκλογική του προσπάθεια και διαπίστωσε αργά ότι κινδύνευε να χάσει, ήταν η παραδοσιακή μονομαχία στην τηλεόραση ενώ είχε προηγηθεί η ακροδεξιά στροφή του με στόχο τις ψήφους της Λεπέν. Προσπάθησε να πιέσει τον Ολάντ να δεχτεί πρώτα δύο και μετά τρεις ραδιοτηλεοπτικές αντιπαραθέσεις μαζί του πιστεύοντας, αδιόρθωτος, ότι θα τον εξόντωνε. Παρά την πίεση και την κατηγορία της «φυγομαχίας», ο Ολάντ αρνήθηκε, με επιχείρημα τη γαλλική παράδοση από το 1974 και μετά, αποδεικνύοντας έτσι ότι ξέρει να λέει «όχι» ενώ οι άνθρωποι του Σαρκοζί τον κατηγορούσαν ότι υποκύπτει εύκολα και επικίνδυνα για τη χώρα στις πιέσεις…

Η μονομαχία κράτησε τελικά 2 ώρες και 50 λεπτά. Με τον Σαρκοζί όλο και πιο νευρικό (τι σου κάνει αυτή η γλώσσα του σώματος…) και τον Ολάντ μαχητικό, αποφασισμένο, σαφή και απόλυτα κύριο του εαυτού του και των θεμάτων. Λίγα ήταν τα «λάθη» του. Πολύ περισσότερα τα «λάθη» του Σαρκοζί σε μιαν αντιπαράθεση όπου και ο ένας και ο άλλος δεν δίστασαν να διανθίσουν συστηματικά με στοιχεία, αριθμούς, αναφορές σε συγκεκριμένα γεγονότα με τις ημερομηνίες τους. Συχνά με σκληρά λόγια για τον αντίπαλο σε ένα σχεδόν τρίωρο συνεχούς και έντονου διαλόγου όπου ίσως ένα μεγάλο λάθος, μια ατυχής φράση, θα μπορούσε να κρίνει τον αγώνα και – γιατί όχι; – την τελική απόφαση ενός έστω και μικρού τμήματος του εκλογικού σώματος. Κι ας μην υπάρχει παρά ένα μόνο προηγούμενο τηλεοπτικής πρώτα νίκης και μετά εκλογικής, ελάχιστης, όταν ο ταλαντούχος και καλά δασκαλεμένος Βαλερί Ζισκάρ ντ’ Εστέν, το 1974, νίκησε τον άπειρο τότε στα τηλεοπτικά Φρανσουά Μιτεράν, που στο μεταξύ έμαθε και τον κατατρόπωσε επτά χρόνια μετά, το 1981.

Είναι γενική η εντύπωση τώρα ότι νικητής του αγώνα ήταν ο Ολάντ. Στα σημεία ίσως. Αλλά πάντως νικητής. Ηταν πριν από την αντιπαράθεση ο πρώτος στις δημοσκοπήσεις για το τελικό αποτέλεσμα. Και παραμένει πάντα ο πρώτος, σημειώνει και η «Μοντ».

Ανεξάρτητα από την έκβαση του δεύτερου γύρου, την Κυριακή (κανείς δεν μπορεί να προδικάσει ένα εκλογικό αποτέλεσμα…), ο Σαρκοζί, ό,τι κι αν του λένε οι δικοί του, πρέπει να έχει μετανιώσει που υποτίμησε τόσο πολύ τον Φρανσουά Ολάντ. Είναι πιθανό τώρα ότι και η κ. Μέρκελ, αν εκλεγεί ο Ολάντ, που αρνήθηκε να τον δεχτεί προεκλογικά, θα μελετήσει προσεκτικά τα πεπραγμένα του νέου συνομιλητή της. Με ανησυχία; Ισως…