Το όπιο, λέξη χωρίς πληθυντικό, είναι φυσική ναρκωτική ουσία που καταπραΰνει τον πόνο, αλλά ταυτόχρονα προκαλεί σωματική και ψυχολογική εξάρτηση. Ο χρήστης βυθίζεται σε φαντασιώσεις αντί να ζήσει την πραγματικότητα. Μεταφορικά, εξού και ο πληθυντικός του τίτλου, η λέξη έχει χρησιμοποιηθεί με την έννοια παραπλάνησης των ανθρώπων οι οποίοι, αναζητώντας εύκολους τρόπους για να απαλύνουν τα κοινωνικά τους βάσανα, εγκλωβίζονται σε αδιέξοδες ιδέες.

Ο Μαρξ, ακολουθώντας τον προβληματισμό προγενέστερων διανοητών, χαρακτήρισε την θρησκεία «όπιο του λαού». Μόνη δυνατή απελευθέρωση της κοινωνίας, σύμφωνα με τη σκέψη του, είναι η κατάργηση της ανεστραμμένης συνειδητοποίησης του κόσμου, η αναγνώριση του ανθρώπου ως του ανώτατου όντος για τον άνθρωπο. Βέβαια, σε πολλούς ανθρώπους ενυπάρχει πιθανώς ένα έμφυτο αίσθημα θρησκευτικότητας, η έκφραση του οποίου παρήγαγε θετικά αποτελέσματα για την πολιτιστική ανάπτυξη του κόσμου. Ωστόσο, η οποιαδήποτε θρησκεία που αποδίδει τα κοινωνικά φαινόμενα στη θεία θέληση αποτρέπει από την αναζήτηση των πραγματικών αιτίων, οδηγεί το καταπιεσμένο πλάσμα σε μια μοιρολατρική θεώρηση της πραγματικότητας, το αδρανοποιεί μέσω της προσδοκίας για την άλλη ζωή, αφού μόνο εκεί θα αρθούν οι αδικίες.

Αν ο Μαρξ μελετούσε τα νεοελληνικά πράγματα, θα σημείωνε και τις «κοσμικές ορέξεις» (Γιώργος Παπαδημητρίου) μιας Εκκλησίας που μάλιστα δεν έχει υποστεί την βάσανο της Μεταρρύθμισης, όπως συνέβη στην Ευρώπη. Η ελληνική Επανάσταση διαπνεόταν από τα ξενικά ιδεώδη του Διαφωτισμού, αλλά η νέα Πολιτεία στηρίχτηκε σε θρησκευτικό μύθο. Η τάση για ένταξη στη Δύση βρέθηκε συνεχώς αντιμέτωπη με αντιδράσεις ελληνοχριστιανικών κύκλων, που θέτουν αδιάκοπα εμπόδια στα διδάγματα του Διαφωτισμού και των επιστημονικών ανατροπών καθώς και στην ευρωπαϊκή πορεία της χώρας (Ανδρέας Κούτρας). Η επίσημη παιδεία τονίζει το μεγαλείο της φυλής και την απέχθεια προς ξενικές ιδέες.

Η διδασκόμενη Ιστορία ασχολείται με την πολεμική αρετή και τη συνδέει με την ένδοξη αρχαιότητα για να αποδείξει τη διαχρονικότητα του ελληνισμού. Ο εθνικισμός, η άλογη πίστη στη φυλή και στην ορθοδοξία και οι συναφείς φανατισμοί φουντώνουν κάθε φορά που η κοινωνικοοικονομική κατάσταση δυσκολεύει. Η κρίση ενισχύει ανορθολογικές συμπεριφορές, ξενοφοβία, ρατσισμό, μισαλλοδοξία, στοχοποίηση των «ενδοτικών». Απόψεις για διακρίσεις μεταξύ των πολιτών βάσει θρησκεύματος, εθνοτικής καταγωγής ή ιδεολογίας βρίσκουν πρόσφορο έδαφος. Μια παρωχημένη εθνική συνείδηση επιβάλλει ένα μοντέλο κοινωνίας επαρχιώτικης, κλειστής και κομπλεξικής, καχύποπτης απέναντι στους γείτονες, στις μειονότητες, στους μετανάστες, σε καθετί διαφορετικό (Διονύσης Γουσέτης). Το αποτέλεσμα είναι η αδυναμία υπέρβασης της χρόνιας κοινωνικής καθυστέρησης, η προσκόλληση στις υποτιθέμενες ιδιαιτερότητες της Ελλάδας, η αδιαφορία για το ότι είμαστε πρώτοι στα αρνητικά και τελευταίοι στα θετικά μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών. Ενώπιον της κρίσης, οι φορείς του μύθου καθηλώνουν τη σκέψη και επηρεάζουν πολιτικές αποφάσεις, αφού αυτοί καθορίζουν το πεδίο συζήτησης και αντιπαράθεσης.

Παρόλο που έχει κατ’ εξοχήν υποφέρει από την έλλειψη πολιτικού φιλελευθερισμού και τα φοβικά κοινωνικά σύνδρομα, η ελληνική Αριστερά δεν αποφεύγει να ενστερνιστεί ακρότητες και εθνικιστικά συνθήματα, ενώ έχει υποτιμήσει την ανάγκη διαχωρισμού Κράτους και Εκκλησίας. Ισως βολεύεται με τη μυθολογία, διότι και η ίδια στηρίζεται σε έναν παραπλανητικό μύθο. Οι συνιστώσες της, πρακτικά μόνες στην Ευρώπη, εξακολουθούν, μέσα από επιπόλαιη οικονομίστικη προσέγγιση, να διεκδικούν εκδοχές ενός σοσιαλισμού που αποδεδειγμένα δεν μπορεί να προσφέρει παρά ένα επίπεδο ζωής ποσοτικά και ποιοτικά φτωχό. Κηρύσσουν με αυταρέσκεια νεκρή τη σοσιαλδημοκρατία, έστω και αν αυτή αφενός ζει και εξελίσσεται στην Ευρώπη και αφετέρου είναι η μόνη που πέτυχε στην πράξη ένα ελκυστικό κοινωνικό κράτος για την προστασία των πολιτών που χρειάζονται αλληλεγγύη.

Αντί να προβληθούν σύγχρονες ρεαλιστικές προτάσεις κατά της οικονομικής καθυστέρησης, ακούγονται επαγγελίες για μορφές κοινωνικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής. Δηλαδή, με αφορμή την κρίση, επαναφέρεται από τα αζήτητα της Ιστορίας ένα μοντέλο αποτυχημένο, αδιέξοδο και αμαρτωλό, για να γοητευθούν οι απερίσκεπτοι θιασώτες της χρεοκοπίας, για να επιτευχθεί η μέγιστη εκμετάλλευση της διαδεδομένης ανορθολογικής αγανάκτησης.

Αραγε, την επόμενη Κυριακή τι ποσοστό του λαού θα στραφεί προς τις εύκολες απατηλές λύσεις και θα δώσει την ψήφο του σε έναν από τους παυσίλυπους μύθους, αντί να επιλέξει με αυτοπεποίθηση τον δοκιμασμένο δρόμο μιας σύγχρονης ανοικτής κοινωνίας;

Ο Κίμων Χατζημπίρος είναι καθηγητής στο ΕΜΠ