Δεν είναι διόλου βέβαιο πως ο Μαρξ θα τασσόταν σήμερα κατά του Μνημονίου, αν κρίνουμε από πιστοποιημένες ενδείξεις: για τους άγγλους αγρότες και μικροπαραγωγούς του 19ου αιώνα τίποτε δεν θα ήταν πιο καταστροφικό από την κατάργηση των προστατευτικών δασμών για τα εισαγόμενα σιτηρά, τούτο όμως δεν τον εμπόδισε να υποστηρίξει με επαναστατικό σκεπτικό σε σωζόμενη ομιλία του (1848) την «αντιλαϊκή» αδασμολόγητη εισαγωγή τους. Ο σοφός εκείνος άνθρωπος δεν ήταν «μαρξιστής»• εμείς όμως ως γνήσιοι «μαρξιστές» είμεθα αντιμνημονιακότατοι, ως βασιλικότεροι του βασιλέως. Εμένα για τροτσκιστής μάλλον μου μοιάζει.

Αν, εξάλλου, η αντιμνημονιακή στάση επαρκούσε για να χαρακτηρισθεί κανείς αριστερός, τότε οι διαγραφέντες βουλευτές της ΝΔ και το νεοπαγές και δεξιό κόμμα Ανεξάρτητοι Ελληνες του κ. Π. Καμμένου θα κατείχαν προνομιακή θέση στο αριστερό πάνελ.

Τούτη η στάση αποτελεί την αναγκαία αλλά όχι και ικανή συνθήκη για την Αριστερά, καθώς αντιμνημονιακοί είμαστε λίγο – πολύ όλοι, απεγνωσμένοι και μη, άρα είναι πασιφανές ότι η απόρριψη του Μνημονίου δεν συνιστά αριστεροσύνη από μόνη της (ακόμη και οι υποστηρικτές εξάλλου χαρακτηρίζουν το Μνημόνιο ως αναγκαίο κακό και όχι ως καλό καθαυτό) όπως και η αποδοχή ή ακριβέστερα ανοχή του Μνημονίου δεν συνιστά δεξιοσύνη από μόνη της: μπορεί ένας πολιτικός σχηματισμός να είναι δεξιός είτε αριστερός, και ως αντιμνημονιακός και ως «φιλομνημονιακός» τοιούτος.

Στο ερώτημα «Τι» δεξιοί και αριστεροί συντασσόμεθα ομοθυμαδόν, αναφωνούντες Οχι στο Μνημόνιο. Στο ερώτημα «Πώς», ωστόσο, μπορούν να γίνονται οι ιδεολογικές και πολιτικές διαφοροποιήσεις. Κατ’ αρχήν το Μνημόνιο (1, 2 και 3 καθώς και το Μεσοπρόθεσμο) απαρτίζεται από ήδη εφαρμοσμένες πολιτικές της πιο ξεφοβημένης (μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού) νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας, οι οποίες εντάσσονται οργανικά στον δεξιό πολιτικό χώρο, παρ’ όλη την προσπάθεια των δεξιών συνδικαλιστών να συσκοτίσουν. Και βεβαίως άλλο είναι να τασσόμαστε οργίλοι και χύδην εναντίον του Μνημονίου και διαφορετικό να είμαστε συνειδητά εναντίον του καραδεξιού Μνημονίου.

Μια δεύτερη διάκριση στο ίδιο ερώτημα «Πώς» είναι ότι οι μισθωτοί θα πρέπει να οργανωθούν στα συνδικάτα τους ολοσχερώς (στα επιμέρους όσο και στη ΓΣΕΕ ή τη ΑΔΕΔΥ) και να τα αναβαθμίσουν ώστε να γίνουν υπολογίσιμα σε καθοριστικό βαθμό και όχι να υπολειτουργούν ως λάιτ «κοινωνικοί εταίροι» – από την άποψη αυτή, οι επικείμενες εκλογές θα προκαλέσουν μάλλον σύγχυση: οι μισθωτοί θα συρθούν στις κομματικές επιλογές τους με ετερόκλητα κριτήρια, θα διαβουκολούνται από πολιτικούς σχηματισμούς που δεν θα τους προτείνουν τίποτε περισσότερο από το παρελασίτικο αντιμνημονιακό Οχι και ως ψηφοφόροι θα επιλέξουν με κριτήριο την οργή και τους φόβους για το άδηλο μέλλον σε συνδυασμό με την πιθανή γοητεία κάποιων κομματικών αρχηγών και των ιδεολογικών συμβόλων, δηλ. βαυκαλιζόμενοι με κριτήρια μικροαστικά. Υπονοώ ότι της πολιτικής σοβαρότητος προηγείται η ταξική στιβαρότης και της ταξικής η συνδικαλιστική συνέπεια και ομοιογένεια. Τα αριστερά κόμματα μπορούν να συμβάλουν, όπως το κάμνουν άλλωστε, χωρίς όμως να «καπελώνουν».

Τρίτη διάκριση στο ίδιο «Πώς» είναι ότι η Αριστερά πρέπει να γλιτώσει από το πασοκο-νεοδημοκρατικό σύνδρομο του λαϊκισμού – ακόμη και οι μπολσεβίκοι λάμβαναν «αντιλαϊκά» μέτρα.

Ορισμένες από τις τρέχουσες σήμερα πολιτικές προτάσεις είναι προοδευτικές αλλά «αντιλαϊκές» (π.χ. είσπραξη του ΦΠΑ από τους ελεύθερους επαγγελματίες, κατάργηση των κίβδηλων επιδομάτων). Προς το παρόν πάντως τα αριστερά κόμματα αποφεύγουν να εντάξουν στα πολιτικά προγράμματά τους «αντιλαϊκά» μέτρα όπως ο διάβολος το λιβάνι.

Τέταρτη διάκριση στο ίδιο «Πώς» είναι ότι η Αριστερά δεν χρωστά να υποκύπτει στον πειρασμό του μαυρόασπρου: δεν θα την έβλαπτε να επικροτεί ορισμένα πολιτικά μέτρα και συμβάντα χωρίς να φοβάται μήπως κατηγορηθεί για «δεξιά παρέκκλιση». Χαρακτηριστικά αναφέρω ότι οι πρόσφατες αποκαλύψεις των οικονομικών ατασθαλιών στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως οι «τυφλοί» που οι μισοί «ανέβλεψαν» μέσα σ’ ένα προώρως συντελεσθέν Σάββατο του Λαζάρου, είναι επαινετές εφόσον υπερβούμε το συνωμοσιολογικό θεώρημα που ισχυρίζεται πως «Τα κάνουν για αντιπερισπασμό, βγάζουν τώρα μερικά σκάνδαλα συντονισμένα έτσι ώστε να αποπροσανατολίσουν, να ενοχοποιήσουν τους εργαζόμενους και τελικά να περάσουν τις μειώσεις μισθών και συντάξεων ανώδυνα».

Οδηγώντας το θεώρημα στην ακραία υπερβολή του, αν ένας τέτοιος «αντιπερισπασμός» έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση της διαφθοράς, τότε ας ευχηθούμε να αυξηθεί έως την ελαχιστοποίησή της. Στην περίπτωση θα ταίριαζε κατά τη γνώμη μου όχι απλώς να είναι «ακαδημαϊκά» αντίθετη, παρά ακόμη και να πρωτοστατήσει η Αριστερά στην καταπολέμηση π.χ. της λαθρεμπορίας των καυσίμων.

Παρεκβατικά: πόσο ανακριβής και δεξιά είναι η λέξη οι «εργαζόμενοι». «Εργαζόμενος» είναι και ο συνταξιούχος που κουρεύει το γκαζόν του. Για μισθωμένους ανθρώπους, που νοικιάζουν την εργατική τους δύναμη, πρόκειται για εκείνους που ο (μείζων όσο και το φυσικό μπόι του) Μαγιακόβσκι τους χαρακτηρίζει ιδιοφυώς «αμίλητους»: «Αυτωνών των αμίλητων το πετσί μοιάζει παράξενα αργασμένο. / Τους φτύνουνε κατάμουτρα κι αυτοί σκουπίζουνε βουβοί το φτύμα από το πρόσωπο. / Ν’ αγριέψουν, δεν το λέει η καρδούλα τους/ και πού να πούνε το παράπονό τους; / Και πώς να στερηθούνε τα ψιχουλάκια του μισθού; / Μισή ώρα το πολύ κρατάει ο αναβρασμός τους, / μετά τους ξαναπιάνει το τρεμούλιασμα

«Αμίλητοι» σαν τις εργάτριες που περιμένουν χαράματα στη στάση το λεωφορείο της εταιρείας στην Ελευσίνα. Κάπως έτσι.

Ο Μίμης Σουλιώτης είναι ποιητής και διδάσκει Λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας

dsouliot@gmail.com