Όλες οι ενδείξεις κατατείνουν προς μια ικανοποιητική κατάληξη των διαπραγματεύσεων για το PSI+ και συνακόλουθα του όλου πακέτου στήριξης της Ελλάδας που αποφασίστηκε στις 27 Οκτωβρίου. Η ικανοποίηση είναι «λογιστική» – μένει να εκτιμήσουμε τι μας επιφυλάσσει το μέλλον.

Ο βασικότερος παράγων για τις εξελίξεις είναι η αποφασιστικότητα της Ευρωζώνης και κυρίως της Γερμανίας να κλείσει οπωσδήποτε το «κεφάλαιο Ελλάδα», ώστε να ασχοληθούν με τα πιο μεγάλα προβλήματα του ευρώ. Η αποφασιστικότητα αυτή εκφράσθηκε με την στάση των εταίρων μας κατά τις διαπραγματεύσεις 25-27 Οκτωβρίου, με τη συνέντευξη Σόιμπλε στους Financial Times στις 31 Οκτωβρίου. Κυρίως όμως με τη διαδικασία διαπραγμάτευσης για το PSI+ και την υπόθεση του «επιτρόπου προϋπολογισμού».

Η διαπραγμάτευση για τη συμμετοχή των ιδιωτών πιστωτών στην ελάφρυνση του χρέους της Ελλάδας ήταν στην πραγματικότητα διαδικασία ανάμεσα στον «επίσημο τομέα» (ΕΕ, ΕΚΤ, ΔΝΤ) και τους ιδιώτες. Ήδη από τις 20 Δεκεμβρίου είχε συμφωνηθεί η αναβάθμιση της προτεραιότητας των νέων ομολόγων (μετά το κούρεμα) στο επίπεδο του EFSF. Συμφωνήθηκε επί της ουσίας το εξής πολύ απλό: σε περίπτωση αδυναμίας εξυπηρέτησης των δανειακών υποχρεώσεων από τη μεριά της Ελλάδας, οι ζημίες θα κατανεμηθούν ανάμεσα στον επίσημο και ιδιωτικό τομέα σύμφωνα με τη μεταξύ τους συμφωνία. Δηλαδή, ο «επίσημος» τομέας δέχθηκε να απεμπολήσει δικαιώματα προς όφελος του «ιδιωτικού». Η σημασία αυτής της κατάληξης ξεπερνά το ελληνικό ζήτημα. Είναι σήμα προς τις αγορές ότι αναγνωρίζεται το ατελέσφορο της πολιτικής της Ντοβίλ των Μέρκελ και Σαρκοζί του Οκτωβρίου 2010 που χρέωνε μεγάλο μέρος του κόστους διάσωσης των περιφεριακών χωρών της Ευρώπης στους ιδιώτες δανειστές και που είχε σχεδόν καταστροφικά αποτελέσματα στις αγορές ομολόγων της Ευρώπης. Όσον αφορά την Ελλάδα, και τη συγκεκριμένη διαπραγμάτευση, ήταν ο καταλύτης για την εντυπωσιακή μείωση των επιτοκίων, και την περίοδο χάριτος (ή διευκολύνσεων για μια δεκαετία).

Το καμπανάκι που πρέπει να χτυπήσει για την Ελλάδα είναι η «προθυμία» των τραπεζών να δεχθούν να συνεργασθούν με τους επίσημους δανειστές στο να καταστεί κατά το δυνατόν βιώσιμο το ελληνικό χρέος, αποδεχόμενοι λογιστικές ζημίες 70% ή και παραπάνω. Αυτό το αποτέλεσμα δεν θα ήταν δυνατόν εάν δεν υπήρχε η ρητή τοποθέτηση του «επίσημου» τομέα: ή θα βγει η Ελλάδα από τη διαπραγμάτευση με προοπτικές βιώσιμου χρέους, ή χρεοκοπεί. Από τη στιγμή που αποδείχθηκε ότι δεν επρόκειτο περί μπλόφας, όλοι συνεργάστηκαν και έδωσαν καθένας από κάτι για να βρεθεί λύση.

Παράπλευρο αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης είναι η διαφαινόμενη συναίνεση του επίσημου τομέα να ελαφρύνει ακόμη περισσότερο το βάρος εξυπηρέτησης του ελληνικού χρέους. Με περαιτέρω επιμήκυνση και χαμηλότερα επιτόκια του συνόλου του επίσημου δανεισμού και την πιεστική ώθηση συμμετοχής της ΕΚΤ. Πρέπει βέβαια να έχουμε υπ’ όψιν ότι η όποια συμφωνία με τους εκπροσώπους των ιδιωτών δανειστών πρέπει και να υλοποιηθεί με το μέγιστο δυνατόν ποσοστό συμμετοχής εθελοντών.

Το δεύτερο πακέτο στήριξης της Ελλάδας είναι ένα σακκούλι. Όποιο ποσόν δεν διασφαλισθεί από τη μείωση χρέους, είναι πρόσθετο κόστος στη δανειακή σύμβαση. Οι εταίροι έχουν καταστήσει σαφές ότι τα €130 δισ της δανειακής σύμβασης δεν μπορεί να αυξηθούν – παρά τις προσπάθειες της Κομισσιόν να βρεθούν ακόμη €15 δισ για να καλυφθούν ακόμη μια φορά οι αστοχίες. Επομένως η πρακτικώς 100% συμμετοχή των ιδιωτών είναι απαραίτητη. Δεδομένου ότι οι διαπραγματευτές εκπροσωπούν περίπου το 65% των δανειστών, η μετατροπή της εθελοντικής συμμετοχής σε «αναγκαστικά εθελοντική», μέσω της εισαγωγής και ενεργοποίησης των Ρητρών Συλλογικής Δράσης (CAC) στην ελληνική νομοθεσία, μοιάζει μονόδρομος. Η ενεργοποίηση των CAC πυροδοτούν με τη σειρά τους τα CDS. Παρά την παραφιλολογία που έχει αναπτυχθεί και ανατροφοδοτείται, είναι σαφές ήδη από το καλοκαίρι 2011 ότι τα CDS δεν αποτελούν κίνδυνο για το χρηματοπιστωτικό σύστημα (η «καθαρή» έκθεση των «ασφαλιστών» είναι της τάξεως των €3.2 δισ με μέγιστη προβλεπόμενη ζημία – η οποία έχει ήδη καλυφθεί από τα ασφάλιστρα – της τάξεως των €1.6 δισ). Σε κάθε περίπτωση, η Ευρωζώνη είναι αποφασισμένη να πάρει και το ρίσκο της πυροδότησης των CDS προκειμένου να κλείσει το κεφάλαιο Ελλάδα.

Όλα λοιπόν φαντάζουν καλά. Όχι ακριβώς! Όλα τα παραπάνω συνοδεύονται από αποφάσεις και επισημάνσεις ότι «με το δεύτερο πακέτο τελειώνει η όποια στήριξη της Ελλάδας». Πέραν των συνήθων εισροών από την Ευρωπαϊκή Ένωση, το μόνο στο οποίο μπορεί να προσβλέπει η χώρα μας, πέραν των προβλέψεων του πακέτου, είναι «τεχνική βοήθεια». Τίποτε άλλο. Η υπόθεση με την επιθυμία για εγκατάσταση «επιτρόπου προϋπολογισμού» είναι ενδεικτική.

Ως συνήθως, η ελληνική προσέγγιση σχετικά με την πρόταση Μέρκελ ήταν η ανάδειξη του δευτερεύοντος σε μείζον. Η πρόβλεψη για επίτροπο ήταν το πρακτικό μέτρο για την εγγύηση εφαρμογής μιας συγκεκριμένης πολιτικής επιλογής. Η πρώτη παράγραφος του κειμένου προέβλεπε πως η Ελλάδα πρέπει να δεσμευθεί για την εξυπηρέτηση των δανειακών της υποχρεώσεων με απόλυτη προτεραιότητα. Από όλες τις δαπάνες προϋπολογισμού, πρώτες απ’ όλες θα διασφαλίζονται οι καταβολές τόκων και χρεολυσίων. Γινόταν ρητή αναφορά στην «μετάφραση» αυτής της απαίτησης, στο γεγονός ότι η Ελλάδα δεν θα μπορεί να πτωχεύσει στο μέλλον και κάθε αναπροσαρμογή των δαπανών θα γίνεται εις βάρος άλλων αναγκών του ελληνικού δημοσίου. Η Ελλάδα οφείλει να κάνει τα κουμάντα της, όπως μπορεί χωρίς καμιά περαιτέρω οικονομική βοήθεια.

Που βρισκόμαστε λοιπόν; Με το δεύτερο πακέτο στήριξης η Ελλάδα θα βρεθεί σε πολύ καλύτερη κατάσταση από λογιστική άποψη, πλην όμως από το 2015 και μετά πρέπει να είναι σε θέση να διαχεισθεί μόνη τα του οίκου της. Η συμμετοχή της χώρας στο ευρώ διασφαλίζεται από τη μεριά των εταίρων και το πρόβλημα μετάστασης του ελληνικού προβλήματος δεν υφίσταται πλέον. Το ερώτημα είναι εάν η συμμετοχή της χώρας στο ευρώ έχει διασφαλιστεί και από την εδώ πλευρά.

Η απάντηση είναι στα χέρια των πολιτών αυτής της χώρας και της πολιτικής ηγεσίας της. Εάν δεν καταφέρουμε να διαχειρισθούμε επιτυχώς τα οίκου μας μόνοι μας, η μακροπρόθεσμη (ας πούμε μετά το 2020 – υπό την προϋπόθεση ότι θα υφίσταται ακόμη) παραμονή στο ευρώ θα είναι βρόχος. Δυστυχώς, η διεθνής κοινότητα φαίνεται να μη πιστεύει στη δυνατότητα ή τη θέληση της Ελλάδας να αδράξει την τελευταία ευκαιρία. Μόλις προχθές, στους Times του Λονδίνου, με την ευλογία της διεύθυνσης της εφημερίδας, δημοσιεύθηκε η «ρεαλιστική πρόταση για την νέα δραχμή», συνδεδεμένη με τα ισχυρα νομίσματα δολλάριο και ευρώ. Αυτό είναι το καλό σενάριο της αποτυχίας μας!

Είναι στο χέρι μας, με τους όρους καθαρούς πια, να διαψεύσουμε τις Κασσάνδρες. Τα επόμενα τρία χρόνια και κυρίως οι επόμενοι δώδεκα μήνες είναι οι κρισιμότεροι. Απαιτείται εθνική προσπάθεια ραγδαίας εφαρμογής μεταρρυθμίσεων, συναινέσεις σε όλα τα επίπεδα και ανάμεσα σε όλους τους φορείς, πρόγραμμα αλλαγής της κοινωνίας και της οικονομίας, εντατική προσπάθεια ελάφρυνσης των επιπτώσεων στους πληττομένους. Οι πολίτες αυτής της χώρας δικαιούνται την αλήθεια αλλά κυρίως το δικαίωμα να αγωνισθούν και να υπομείνουν για να σώσουν τις κατακτήσεις εξήντα χρόνων. Το μόνο που φαίνεται να λείπει είναι η πολιτική ηγεσία που θα σταθεί στο ύψος των περιστάσεων με αίσθημα ευθύνης. Οι πολίτες δεν ενδιαφέρονται για τον κυβερνήτη πάνω στα ερείπια. Μπορεί κανείς να οδηγήσει τη σωσίβιο λέμβο;

Ο Γιώργος Προκοπάκης είναι σύµβουλος επιχειρήσεων σε θέµατα οργάνωσης και διαχείρισης πληροφοριών, πρώην καθηγητής στο Columbia University