Ο χαρακτηρισμός φασίστας έχει πάψει να έχει τη συγκεκριμένη ιστορική και πολιτική σημασία που τον δημιούργησε. Είναι μάλλον ευρέως διαδεδομένη έκφραση απαξίας που καλύπτει μεγάλη περιοχή της πολιτικής και κοινωνικής ζωής. Στην πιο απλή, καθημερινή της χρήση μπορεί να χαρακτηρίσει τον διπλανό σου ο οποίος ενοχλείται από το τσιγάρο σου και σου ζητάει να το σβήσεις. Μπορεί να χαρακτηρίσει και τον «μπάτσο» που σου έδωσε κλήση γιατί παρκάρισες στο πεζοδρόμιο, ή τον δάσκαλο που σου έβαλε κάτω από τη βάση. Στα ανώτερα επίπεδα της πολιτικής συνείδησης ενεργοποιούνται και τα συνώνυμά του, όπως Ναζί που αφορά τη Μέρκελ, ή και όσα δηλώνουν συνοδοιπορία όπως δωσίλογοι, χαρακτηρισμός τον οποίο απηύθυναν καθηγητές πανεπιστημίου σε όσους συναδέλφους τους τόλμησαν να δηλώσουν πως θα εφαρμόσουν τον νόμο-πλαίσιο.

Δεν ξέρω αν η Ελλάδα, μέχρι σήμερα τουλάχιστον, τελεί υπό κατοχή. Εκείνο που ξέρω είναι ότι αν η έννοια της δημοκρατίας ταυτίζεται με το δικαίωμα του καθενός να αποφασίσει αν θα εφαρμόσει ή όχι τους νόμους, είναι φυσικό οποιαδήποτε απόπειρα επιβολής τους να θεωρείται κάτι σαν φασισμός. Είναι κι αυτό σύμπτωμα του λυρισμού μας, μια εκφραστική πλειοδοσία με την οποία προσπαθούμε να εξορκίσουμε μια πραγματικότητα συνήθως δυσανάλογα μικρή, αν τη συγκρίνουμε με τη σημασία των λέξεων που χρησιμοποιούμε.

Σημασία πάντως έχει ότι το πρώτο θύμα της κατάχρησης ενός όρου είναι η ίδια η σημασία του. Οι εντυπώσεις που κάποτε προκαλούσε ο χαρακτηρισμός φασίστας έχουν αμβλυνθεί, έτσι όπως η ίδια η λέξη έχει απονευρωθεί από τα ιδιαίτερα ιστορικά και πολιτικά χαρακτηριστικά της. «Εδώ παπάς, εκεί παπάς, πού είναι ο παπάς;». Πάντοτε κάπου αλλού από εκεί όπου τον περιμένεις.

Το περασμένο Σάββατο ορισμένοι συμπολίτες μας φρόντισαν να αποκαταστήσουν τη σημασία των λέξεων. Εκμεταλλευόμενοι τον καθαγιασμό κάθε διαμαρτυρίας, συγκεντρώθηκαν για να γιορτάσουν την επέτειο των Ιμίων, να οικτίρουν την κατάντια του Εθνους που το 1996 δεν προχώρησε έως τον Σαγγάριο, όπως το 1922, και επιστρέφοντας στο σπίτι τους να σπάσουν στο ξύλο και μερικούς «μαυριδερούς» που είχαν την ατυχία να βρεθούν στον δρόμο τους, πάντοτε υπό το άγρυπνο βλέμμα των εντεταλμένων φρουρών της εννόμου τάξεως, εννοείται. Την ίδια ημέρα στη Θεσσαλονίκη χρειάστηκαν δρακόντεια μέτρα ασφαλείας προκειμένου να αποφευχθούν επεισόδια στη διάρκεια των τελετών, αφιερωμένων στη μνήμη του Ολοκαυτώματος.

Δεν ξέρω αν μπορεί κανείς να μιλήσει για φασισμό, για μια ιδεολογικά συγκροτημένη συμπεριφορά, ή απλώς για μία ακόμη έκφραση του κατεστημένου χουλιγκανισμού ο οποίος, προκειμένου να διεκδικήσει τα «δημοκρατικά» του δικαιώματα φοράει κάποιο πολιτικό προσωπείο. Δεν ξέρω, ας πούμε, τι θα γινόταν αν συναντούσαν γερμανούς ομοϊδεάτες τους. Αν θα τα έβρισκαν στο όνομα της πίστης στη γη και στην καθαρότητα της λευκής φυλής, ή αν θα έπαιζαν ξύλο μαζί τους για το Μνημόνιο.

Εκείνο που ξέρω είναι ότι η απαξίωση του κοινοβουλευτισμού, η χαλάρωση των δημοκρατικών αντανακλαστικών και η νομιμοποίηση της βίας, λεκτικής ή σωματικής, αν βρεθεί αντιμέτωπη με τον πραγματικό και όχι τον φαντασιακό φασισμό του κάθε πικραμένου, αφήνει την ελληνική κοινωνία ανοχύρωτη.