«Ο ουρανίσκος είναι μια πυξίδα που σε οδηγεί σε άλλα μονοπάτια, πιο εσωτερικά. Η γεύση είναι ένα εσωστρεφές ταξίδι» λέει στα «ΝΕΑ» ο συγγραφέας Γιάννης Ευσταθιάδης.

Ο γνωστός ποιητής και πεζογράφος, ο οποίος έχει επί μακρόν ασχοληθεί και με στήλες για το φαγητό στον Τύπο – υπογράφοντας ως «Απίκιος» – αλλά και με τη λόγια μουσική – μεταξύ άλλων και ως παραγωγός στο Γ’ Πρόγραμμα της ΕΡΑ -, ανέλαβε πρόσφατα ένα δύσκολο εγχείρημα. Εφτιαξε, για λογαριασμό του λογοτεχνικού περιοδικού (δε)κατα του ποιητή Ντίνου Σιώτη, ένα τεύχος αφιερωμένο εξ ολοκλήρου στη σχέση της τέχνης, και ιδίως της λογοτεχνίας, με το φαγητό.

Το τεύχος έχει τίτλο «Οίνος, έδεσμα, τέχνη» και είναι κυριολεκτικά συλλεκτικό. Στις 240 σελίδες του ο επιμελητής του έχει ξετρυπώσει και δημοσιεύσει απίθανα κείμενα: από κείμενο του Καισάριου Δαπόντε, του σκοπελίτη ποιητή του 18ου αιώνα, μέχρι κείμενο του Νεοϋορκέζου Γούντι Αλεν. Και από τα λεγόμενα – κατά τον Γ. Π. Σαββίδη – «ψαροσονέτα» του Απόστολου Μαμμέλη (1925) μέχρι αποσπάσματα από τον Μόμπι Ντικ του Χέρμαν Μέλβιλ. Η έκδοση συνοδεύεται από CD με τραγούδια – κυρίως ρεμπέτικα και ελαφρολαϊκά – που έχουν εκτενείς αναφορές στο φαγητό αλλά και από CD με αναγνώσεις ποιημάτων φαγητού από τον Γιάννη Βαρβέρη σε σχετική εκδήλωση του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών το 2009, προκειμένου να τιμηθεί η μνήμη του πρόσφατα χαμένου ποιητή.

«Η κουζίνα έχει πάρει, με όλη αυτή τη μιντιακή προβολή, μια πολύ μεγάλη δημοσιότητα που δεν της αξίζει» λέει ο Γιάννης Ευσταθιάδης. «Γιατί της προσδίδει μία διάσταση λάιφ στάιλ, ενώ η σχέση της με τη λογοτεχνία είναι πολύ πιο ουσιαστική».

Και συνεχίζει: «Βέβαια η μιντιακή αυτή προβολή δεν είναι ελληνικό φαινόμενο. Για μία ακόμη φορά δεν υπάρχει πρωτότυπη ελληνική σκέψη, ακόμα και σ’ αυτό. Πρόκειται για μεταφορά αυτούσια ή με παραλλαγές ξένων εκπομπών. Αρα και η ελληνική τηλεόραση μεταφέρει μια σημερινή διεθνή άποψη που σε τελική ανάλυση ευνοεί το θέαμα αλλά αδικεί τη γεύση».

Στη λογοτεχνία, πάλι, τα πράγματα είναι διαφορετικά: «Τις περισσότερες φορές το φαγητό, στα λογοτεχνικά κείμενα, είναι ένα πρόσχημα προκειμένου να μιλήσει ο συγγραφέας για άλλα πράγματα. Φαγητό σημαίνει κοινωνικότητα, συνεύρεση, παρέα, ανθρώπινη επικοινωνία. Και σημαίνει επίσης πνευματικότητα και μνήμη. Μέσα από τη γεύση θυμάσαι» λέει.

Και ο κινηματογράφος κάνει το ίδιο: «Οταν ο Φερέρι στο «Μεγάλο Φαγοπότι» βάζει τους συνδαιτυμόνες να κάθονται σε λεκάνες τουαλέτας, χρησιμοποιεί το φαγητό ως πρόσχημα για να φτιάξει μια παρωδία, μια κριτική της αστικής συνήθειας και ζωής».

Κατά κάποιον τρόπο και η μουσική μπορεί να χρησιμοποιήσει τη γεύση ως πρόσχημα: «Ο Ροσίνι έχει γράψει εξαιρετικά μουσικά κομμάτια για υλικά ή για γεύσεις, όπως το βούτυρο και ο αρακάς. Δεν έχει σημασία αν όταν ακούς το κομμάτι πάει το μυαλό σου στον αρακά ή όχι, σημασία έχει η αγάπη του καλλιτέχνη προς αυτό που προσπαθεί να εκφράσει. Και, εντέλει, το σημαντικό είναι πώς ένας καλλιτέχνης μετουσιώνει τη γεύση σε γραφή».