Ανάλεκτα σύγχρονης πολιτικής ιστορίας. Ετος 2010, μήνας Φεβρουάριος. Ψηφίζεται ο νόμος που θα έθετε επιτέλους σε ισχύ τη συνταγματική αρχή της ελεύθερης συμμετοχής στην οικονομική ζωή. Ηταν, έλεγαν τότε, νόμος-σκούπα. Με το δεύτερο άρθρο του αίρονταν άπαξ διά παντός όλοι οι περιορισμοί που περιχαράκωναν ορισμένα επαγγέλματα ως προνομιακούς χώρους ισχυρών μειοψηφιών. Εσπαγαν οι πιο ανθεκτικές από τις αγκυλώσεις που καθηλώνουν την ανταγωνιστικότητα.

Δύο χρόνια μετά, το φιλόδοξο εκείνο άρθρο έχει απομείνει ως λείψανο ρητορικής νομοθέτησης. Ετσι γίνεται με τους νόμους στην Ελλάδα. Ετσι γίνεται ακόμη και με το Σύνταγμα. Οι διατάξεις τους δεν πρέπει να διαβάζονται ως δεσμευτικοί κανόνες που (μετα)ρυθμίζουν την κοινωνική πραγματικότητα. Πρέπει να διαβάζονται (από όσους έχουν την υπομονή να τους διαβάζουν) ως ευχολόγια ή ως αφορισμοί περίπου μεταφυσικοί. Ως γράμματα νεκρά, καταδικασμένα ήδη από τη σύνταξη τους να γίνουν παρανάλωμα του βαλκανικού χάους.

Σπαράγματα μνημονιακής παραφροσύνης. Ετος 2012, μήνας κουρέματος, μήνας της ίδιας πάντα δίψας για δανεικά. Οι βουλευτές ψηφίζουν για να διατηρήσουν την απελευθέρωση των επαγγελμάτων στη σφαίρα της μεταφυσικής. Οι βουλευτές που ψήφισαν περικοπές συντάξεων λένε έτσι στον συνταξιούχο την πικρή αλήθεια: Στην ελληνική δημοκρατία ο συνταξιούχος δεν «ζυγίζει» όσο ο φαρμακοποιός.

Αυτό το θέατρο – ενός πολιτικού συστήματος που καρκινοβατεί ακυρώνοντας τους κανόνες που το ίδιο θεσπίζει – παρακολουθούν εδώ και χρόνια οι δανειστές. Γνωρίζουν πλέον με ποιους έχουν να κάνουν. Γι’ αυτό και θέλουν τώρα να τους θέσουν υπό επιτροπεία.

mtsintsinis@dolnet.gr