«Σε πήρα να μ’ επισκευάσεις και συ με ξεχαρβάλωσες», είχε γράψει ο Ντίνος Χριστιανόπουλος. Είναι δυνατόν να μην τον λατρέψεις, και μόνον γι’ αυτό; Για το κεντρί του ποιητή σφάζονται παλικάρια. Από εκεί αντλούν τα τσιτάτα τους μαθητούδια και λογογράφοι, από εκεί γέμισαν τα άδεια εγώ και τα άδεια στάδια με τα έι-οπ ομαδικά αγκαλιάσματα της μελοποιημένης ποίησης. Από εκεί αντλούν και το θράσος να αισθανθούν για μερικά δευτερόλεπτα σπουδαίοι, οι ασύστολοι. Εκείνοι που έφτιαξαν τον μεταπολιτευτικό νόμο ότι η ποίηση είναι επιχείρημα.

Αυτό είναι η λειτουργία της ποίησης; αναρωτιέμαι. Ενα, ας το πούμε γαλλικό κλειδί που ανοίγει την κάνουλα να τρέξουν δημόσιες ψωνάρες; Κι ο ποιητής; Τι κάνει μ’ αυτό το αδιάκριτο και σούπερ απαιτητικό φαν κλαμπ; Ταΐζει συστηματικά την ψωνάρα του ή τ’ αφήνει και λίγο στην ιερή πείνα να πάθει και να μάθει;

Εγώ πάντως ευγνωμονώ τον Ντίνο Χριστιανόπουλο που αρνείται να πάρει το βραβείο του. Ανάσανα λίγο από τη μικροπολιτική επικαιρότητα και βρήκα άλλη μικροπολιτική να φτιαχτώ, να κάνω κεφάλι. Μακάρι να έσκαγαν κάθε μέρα τέτοιοι υψηλοί καβγάδες, τέτοια λεπταίσθητα κουτσομπολιά, τέτοιες τρικυμίες στο φλιτζανάκι του καφέ. Κι αν μας ζητήσουν πίσω τα δύο Νομπέλ οι Σουηδοί, σκασίλα μας μεγάλη. Είμαστε οι πρωταθλητές της φανφάρας και ίσως οι εφευρέτες της.