1 Για να αξιολογηθεί η ιδρυτική ανάγκη και κατά μείζονα λόγο η κοινοβουλευτική διαδρομή του ΠΑΣΟΚ στο εγχώριο – τουλάχιστον – πολιτικά γενόμενο, οφείλει να τεθεί ως αναπόδραστο όριο η ορμητική έλευση της ύστερης εσωτερικότητας, η οποία χρονικά ταυτίζεται με την κατάρρευση του Συμφώνου της Βαρσοβίας και της αντίστοιχης ΚΟΜΕΚΟΝ. Αυτή η γεγονοτική καταιγίδα ρευστοποίησε το μέχρι τότε περιεχόμενο της διεθνούς ισχύος, ανέτρεψε θεαματικά τις αυθεντικές μεγάλες αφηγήσεις της ευρωπαϊκής αντίληψης για την πολιτική και έθεσε το κομματικό φαινόμενο αιφνιδιαστικά προ εκπλήξεων και αφόρητων αινιγμάτων, με εξ αρχής πρόδηλη αγωνία την κομματική αυθυπαρξία, την προσαρμογή, την αφομοίωση και επέκεινα το ζητούμενο της νέας πολιτικής ρητορικής. Η προκείμενη παγκοσμιοποίηση, όντας αναπόφευκτη και ανεξαρτήτως των ποικίλων και στασιαζόμενων λόγων κυοφόρησής της, κατέστη το απαράμιλλο πλαίσιο και της πολιτικής αναφοράς. Αντί όμως να επισπευθεί η συγκρότηση ενός επίκαιρου και κοινωνικά αναγκαίου πολιτικού λόγου για τη διακυβέρνησή της, οι παρωχημένοι πλέον κομματικοί σχηματισμοί αιχμαλωτίστηκαν από τη θέαση των αρνητικών συνεπειών της, που δεν είναι άλλες από τα κυριαρχήσαντα προτάγματα του νεοφιλελεύθερου τουρμποκαπιταλισμού. Ετσι, τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα μοιραία αποστερήθηκαν έγκυρων και ρηξικέλευθων αναλύσεων και υστέρησαν εκκωφαντικά στη διατύπωση μιας σαφούς, τεκμηριωμένης και ελκυστικής πολιτικής αγωγής. Από την παγίδα αυτή προφανώς δεν ξέφυγε το ΠΑΣΟΚ, το οποίο μάλιστα ανεπιτρέπτως εγκολπώθηκε τον φαινομενικά ουδέτερο εκσυγχρονισμό και την ανάπτυξη, μετουσιωνόμενο άρρητα, σταθερά και υπόγεια σε συνετό και συνεπή εφαρμοστή των θέσεων της αιματηρής και καταφανώς υποκριτικής Συνθήκης της Λισαβώνας.

2 Η διαχείριση της εξουσίας από το ΠΑΣΟΚ στέφθηκε με αναντίλεκτες επιτυχίες […] λόγω κυρίως των εκπροσώπων του και της (κοινωνικής) σπονδυλικής στήλης που το άρθρωνε και λιγότερο από το όποιο πρόγραμμά του, το οποίο συνήθως εγκατέλειπε. Παράλληλα, αντί να πολλαπλασιάσει τις νησίδες ακεραιότητας, συντήρησε την ποικιλώνυμη διαφθορά• αντί να αποτολμήσει εγκαίρως την αξιοποίηση του ορυκτού πλούτου και των παραγωγικών πλεονεκτημάτων της χώρας, επέδειξε μια δυσεξήγητη ατολμία• αντί να προωθήσει τις επείγουσες διαρθρωτικές αλλαγές σε μια κεντρομόλο και παρηκμασμένη οικονομία, παραδόθηκε αμαχητί στα κορπορατιβίστικα συμφέροντα• αντί να αχθεί σε συλλογικό διανοούμενο με πνευματική διατροφή της αντιφατικής και πλειστάκις ακατανόητης κοινωνίας, επέλεξε, και μάλλον συνειδητά, την απρόσκοπτη οδό του ομφαλοσκοπούντος Ηγεμόνα. Η εν λόγω επιλογή, μάλιστα, αφυδάτωσε τον κομματικό του οργανισμό, καλλιέργησε πυρετώδεις όψεις του νεποτισμού και απονεύρωσε τη σοσιαλδημοκρατική ιδεολογία που το αιμάτωνε και το διείπε. Αλλά και σήμερα αδυνατεί να ορίσει την ιδεολογικοπολιτική του ταυτότητα ως ελάχιστη αιτιολογική προϋπόθεση μιας αξίζουσας συμμετοχής στο σύγχρονο πολιτικό πεδίο δημοκρατικού διαλόγου. Η κατάφαση των ανωτέρω δεν συνάγεται μόνον από την ανησυχητική απομαζικοποίησή του αλλά, κυρίως, προκύπτει από την περαίωση της γοητείας του και τη γενίκευση της δυσπιστίας. Είναι όμως ανατάξιμη και ιάσιμη η εν λόγω κατάσταση;

3 Εν πρώτοις, ελληνική σοσιαλδημοκρατία ουδέποτε υπήρξε, τόσο γιατί ιστορικά ο ιδρυτής του ΠΑΣΟΚ δεν πρέσβευε τις απόψεις της συναφούς διεθνούς, όσο και γιατί πρωτεύουσα σημασία είχε η ριζοσπαστικοποίηση της πολύπαθης ελληνικής κοινωνίας που είχε μεταπέσει είτε στον πολιτικό εφησυχασμό είτε στον πολύ χειρότερο – και αναντίστοιχο προς αυτήν – συμβιβασμό. Το πρόβλημα λοιπόν δεν είναι η εναρμόνιση προς την ευρωπαϊκή – και τώρα εκφυλισμένη – σοσιαλδημοκρατία, αφού δεν είναι και αναγκαία, τόσο ενόψει της αρχαίας παράδοσής μας όσο και γιατί θεωρώ περιττή έως επικίνδυνη την εισαγωγή τοιούτων ευρωπαϊκών προϊόντων στη χώρα που γέννησε το μέτρο και τον κοινωνικό χαρακτήρα της Δημοκρατίας. Αίφνης, λοιπόν, ανακύπτει το αίτημα της άμεσης μετονομασίας του ΠΑΣΟΚ σε Δημοκρατικό Κόμμα Ελλάδας (ΔΗΚΕ), με ιδεολογική πυξίδα τον Αθηναίο Αριστοτέλη, με πλήρη εμπλουτισμό του με τη φιλοσοφία των επαναστατικών Συνταγμάτων και κοινωνική αναφορά το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας και του έθνους […] Τα χαρακτηρολογικά απότοκα της Γαλλικής Επανάστασης των Ορεινών και Πεδινών, όπως και οι ιουστινιάνειοι Πράσινοι και Βένετοι, έχουν προ πολλού εκπνεύσει. Σήμερα απαιτείται το προτεινόμενο κόμμα να υπερβεί τις νεοφιλελεύθερες φωταψίες της ΝΔ, τον αδιέξοδο όσο και ατυχή ακτιβισμό του ΣΥΡΙΖΑ, τον μεσσιανισμό του ΚΚΕ και τη σωτηρολογική «αλήθεια» του ΛΑΟΣ. Αλλά και η Δημοκρατική Αριστερά θα πρέπει κάποτε να παύσει να ετεροκαθορίζεται. Το προτεινόμενο ΔΗΚΕ ασφαλώς και έχει οργανική θέση στην ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, με αμετάθετη μέριμνα την κοινωνικοδημοκρατική διακυβέρνηση της παγκοσμιοποίησης, όπως αυτή διαχέεται και ενυλούται περιφερειακά στην ΕΕ. Στόχος, βεβαίως, δεν μπορεί να είναι το ουτοπικό σχεδίασμα της νεκρανάστασης του βεστφαλιανού έθνους – κράτους, αλλά η αρτίωση του κοινωνικού διακυβερνησιακού ρόλου του κράτους δικαίου στους κόλπους μιας θεμιτής και λυσιτελούς για τον λαό και τους λαούς της ΕΕ παγκοσμιοποίησης.

Ο Χαράλαμπος Δημόπουλος είναι καθηγητής στη Νομική Σχολή του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης