Ενα μόνο χαστούκι, σε ένα κακομαθημένο παιδί, αποδεικνύεται για τις καλοστημένες ζωές μιας ολόκληρης παρέας παντρεμένων ζευγαριών κάτι σαν πόντος που τραβιέται ξαφνικά σε τεντωμένη κάλτσα. Προχωράει με ταχύτητα ώσπου να την καταστρέψει, χωρίς τίποτε να μπορεί να σταματήσει το ξήλωμα.

Κάπως έτσι, χωρίς ανάσα, παρακολουθεί ο θεατής την εξέλιξη μιας συναρπαστικής μίνι σειράς, αυστραλιανής παραγωγής, με ισχυρή την ελληνική σφραγίδα. Πρόκειται για το «Χαστούκι» (ελληνική έκδ. Ωκεανίδα) του δικού μας Χρήστου Τσιόλκα, μυθιστόρημα ήδη με μεγάλη διεθνή καριέρα, βραβευμένο στην Αυστραλία, το οποίο έφτασε ώς τη λίστα των βραβείων Μπούκερ για να μεταφερθεί εντέλει στην τηλεόραση σε μια μίνι σειρά που λάτρεψαν οι Αυστραλοί για την τόλμη με την οποία διεισδύει στη σύγχρονη κοινωνία – εν προκειμένω την αυστραλιανή μεσοαστική τάξη – και αναδεικνύει τις νοσηρές πτυχές των ανθρώπινων σχέσεων.

Στους πρωταγωνιστικούς ρόλους του «Slap» («Χαστούκι») ακόμη ένας Ελληνας, ο Αλεξ Δημητριάδης, με ήδη εντυπωσιακή καριέρα στην Αυστραλία. Τον γνωρίσαμε από την ταινία «Head on», βασισμένη στο πρώτο μυθιστόρημα του Τσιόλκα και σκηνοθετημένη από την Αννα Κόκκινος. Δουλειές με σφραγίδα ποιότητας από την ελληνική ομογένεια, αποδεσμευμένη πλέον από το αναμάσημα του «τραύματος» της μετανάστευσης, ενταγμένης όχι απλώς στις τοπικές κοινωνίες αλλά στην παγκόσμια, με την ευρύτητα πνεύματος και ματιάς που προικίζουν τις νέες γενιές τα ανοιχτά σύνορα και οι ζυμώσεις νοοτροπιών που επιβάλλει η πολυπολιτισμικότητα.

Το «Χαστούκι» του Τσιόλκα, ωστόσο, ανατέμνει με συναρπαστική μαεστρία το κλειστοφοβικό, κοινωνικό περιβάλλον που διαμορφώνεται μέσα σε αυτές τις συνθήκες, ιδίως από τις κατηγορίες των ανερχόμενων, αποκαταστημένων μεσοαστών, όπου η συνθήκη της οικογένειας αποτελεί την ίδια στιγμή τον συνδετικό ιστό της κοινότητας αλλά και τη «θηλιά» μιας πνιγηρής, εκβιαστικής ισορροπίας εξουσιών και σχέσεων. Εξ ου και η υποδοχή της τηλεοπτικής μίνι σειράς υπήρξε θριαμβευτική όχι μόνο στην Αυστραλία αλλά και τη Βρετανία, όπου προβλήθηκε από το BBC4, με τις εφημερίδες να μιλούν για «την καλύτερη τηλεοπτική, δραματική σειρά της χρονιάς».

Η ιστορία αρχίζει με το γιορτινό μπάρμπεκιου που κάνουν ο Ελληνοαυστραλός Εκτορας και η ινδικής καταγωγής γυναίκα του Αϊσά και καλεσμένους φίλους και συγγενείς, τον Γκάρι και τη Ρόζι, τον εξάδελφό τους Χάρι κ.ά. Ολα ξεκινούν όταν ο Χάρι εκνευρισμένος αστράφτει ένα χαστούκι στον γιο των Γκάρι και Ρόζι. Προκαλεί τη μήνη των γονιών, διχάζει την παρέα και αίφνης το μικροαστικό οικοδόμημα της ειδυλλιακής ζωής όλων καταρρέει, καθώς κουβέντα στην κουβέντα αποκαλύπτονται απιστίες, μυστικά ανομολόγητα, υποκριτικές συμπεριφορές.

Η τηλεοπτική σειρά – τη συστήνουμε στους εξερευνητές των ιντερνετικών δυνατοτήτων και απογοητευμένους από την άνυδρη ομοιομορφία της εγχώριας τηλεόρασης – εκτυλίσσεται σε 8 επεισόδια, το καθένα επικεντρωμένο στη διαφορετική οπτική γωνία του κάθε χαρακτήρα στο τραυματικό γεγονός. Ηθικά διλήμματα, ψευδοδιλήμματα, αποσύνθεση του μοντέλου του τέλειου ζευγαριού και του τέλειου συγγενούς, της ευδαιμονίας με τραπεζικά δάνεια, αποδόμηση του υπερπροστατευτισμού των γονιών που χαρακτηρίζει τη σύγχρονη μικροαστική αγωγή και κυρίως την τάση των μανάδων σε αυτά τα περιβάλλοντα να κρατούν τα παιδιά τους σε μια νοσηρή, αιώνια παιδικότητα για να παραμένουν εξαρτημένα από αυτές.

Θυμίζει κάτι; Εχουμε δει και στην εγχώρια τηλεόραση πλήθος από σειρές που διακωμωδούν τα κυρίαρχα ελαττώματα του εγχώριου μικροαστικού μικρόκοσμου και τα ήθη του νεοπλουτισμού. Εχουμε δει ερωτικά δράματα, με πάθη και απιστίες που οδηγούν ακόμη και στον φόνο – αλήστου μνήμης και στις καλές τους στιγμές, εύστοχες στην ανατομία των ερωτικών και συζυγικών σχέσεων οι παπακαλιάδες. Αλλά το μεγάλο κενό της εγχώριας τηλεόρασης παραμένει η παραγωγή σειρών που να διεισδύουν στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα ώς τον πυρήνα του ανθρώπινου υλικού της, εκεί όπου τα τελευταία τριάντα χρόνια έχουν συντελεστεί δραματικές αλλαγές ηθών και νοοτροπιών. Μόνο από τη σάτιρα απολαμβάνουμε την αποσπασματική, ανάλαφρη και στιγμιαία προσέγγιση κοινωνικών στρεβλώσεων, ίσως γιατί έτσι τις αντιμετωπίζουμε σαν περαστικές και απομονωμένες ασθένειες και όχι ως το σύνολο της σύγχρονης ζωής με ανησυχητικά νοσηρά φαινόμενα στις προσωπικές σχέσεις.