«Οι φωτογραφίες μου» είχε γράψει η Ιβ Αρνολντ το 1978 «είναι, εξ ανάγκης, υποκειμενικές – φιλτραρισμένες μέσα από την ανατροφή μου, την εκπαίδευσή μου, τις προκαταλήψεις μου, καθώς και τους περιορισμούς που μου επέβαλλαν οι συγκυρίες και η εποχή που έζησα».

Η σπουδαία φωτογράφος δεν ξεχνούσε ποτέ το γενικότερο πλαίσιο, τη «μεγάλη εικόνα» είτε επρόκειτο για σταρ – όπως η Μέριλιν Μονρόε με την οποία είχε φιλική σχέση σε όλη σχεδόν τη σύντομη καριέρα τής πρόωρα χαμένης ηθοποιού – είτε για εξαθλιωμένους χειρώνακτες στις τενεκεδουπόλεις του πλανήτη.

Το 1951 υπήρξε η πρώτη γυναίκα που εντάχθηκε ανεπίσημα στο ανθρώπινο δυναμικό του διάσημου φωτογραφικού πρακτορείου Magnum, για να γίνει ισότιμο μέλος με επιφανή στελέχη όπως ο Ρόμπερτ Κάπα, ο οποίος θα δήλωνε για εκείνη αργότερα: «Η δουλειά της τοποθετείται μεταφορικά μεταξύ των ποδιών της Μάρλεν Ντίτριχ και της πικρής ζωής των φτωχών μεταναστών στα χωράφια».

Στα γυρίσματα της ταινίας «Οι Αταίριαστοι» (1961) του Τζον Χιούστον είχε εγκατασταθεί ολόκληρο το πρακτορείο για να τραβήξει πορτρέτα των διάσημων πρωταγωνιστών (Μέριλιν Μονρόε, Μοντγκόμερι Κλιφτ, Κλαρκ Γκέιμπλ) αλλά ήταν οι πρωτοφανούς οικειότητας φωτογραφίες της Μέριλιν από την Αρνολντ που έχουν μείνει κλασικές.

Αλλωστε η σχέση της Ιβ Αρνολντ ειδικά με τις διάσημες γυναίκες που φωτογράφιζε (όπως η Μάρλεν Ντίτριχ και η Τζόαν Κρόφορντ) υπήρξε πάντα στενή, φιλική και ελεύθερη, επιτρέποντάς της όχι μόνο να τις φωτογραφίζει με άνεση αλλά και να γράφει γι’ αυτές στα λευκώματά της. Σύμφωνα με μαρτυρία της ίδιας της φωτογράφου, η Τζόαν Κρόφορντ είχε εμφανιστεί μια μέρα σε ραντεβού που είχαν για φωτογράφιση μεθυσμένη, φίλησε την Αρνολντ στο στόμα, γδύθηκε και απαίτησε να φωτογραφιστεί γυμνή. Λίγες μέρες αργότερα, τα αρνητικά παραδόθηκαν στη διάσημη σταρ με ένα σημείωμα της φωτογράφου που έλεγε ότι δεν είχε κανέναν σκοπό να δημοσιεύσει τις εικόνες. «Απλώς δεν ήταν ωραίες φωτογραφίες» δήλωσε μετά η Αρνολντ. «Δεν σκέφτηκα τη δική της θέση αλλά τη δική μου (…)».

Η Ιβ Κοέν γεννήθηκε στη Φιλαδέλφεια των ΗΠΑ στις 21 Απριλίου του 1912, ένα από τα εννέα παιδιά Ουκρανών μεταναστών. Ο πατέρας της ήταν ραβίνος. Στα 28 της εγκατέλειψε τις φιλοδοξίες της να γίνει γιατρός και αποφάσισε να μετακομίσει στη Νέα Υόρκη, «εκεί όπου ήταν τα μεγάλα αγόρια» όπως θα δήλωνε πολλές δεκαετίες αργότερα. Στη μεγάλη μητρόπολη βρήκε ένα τέτοιο αγόρι, που της δώρισε μια φωτογραφική μηχανή, μια Rolleicord (φτηνότερη εκδοχή της Rolleiflex), αξίας 40 δολαρίων. Η πρώτη φωτογραφία που τράβηξε ήταν το πορτρέτο ενός άστεγου σε μια προβλήτα του λιμανιού της Νέας Υόρκης. Το χόμπι συνεχίστηκε ως τέτοιο για αρκετά χρόνια ενώ στο μεταξύ είχε ήδη γνωρίσει και παντρευτεί (το 1948) τον βιομηχανικό σχεδιαστή Αρνολντ Αρνολντ, με τον οποίο έκαναν έναν γιο, τον Φρανκ.

Ηταν ήδη τριάντα πέντε ετών όταν γράφτηκε στην περίφημη Νέα Σχολή (New School) Φωτογραφίας της Νέας Υόρκης, όπου σπούδασε υπό την αιγίδα του Αλεξέι Μπρόντοβιτς («συμμαθητής» της ήταν μεταξύ άλλων και ο Ρίτσαρντ Αβεντον), έγκριτου καλλιτεχνικού διευθυντή στο περιοδικό Harper’s Bazaar. Οταν μια μέρα αυτός ανέθεσε στους σπουδαστές να του φέρουν μια φωτογράφιση μόδας, η Αρνολντ αποφάσισε να υιοθετήσει μια καθόλου συμβατική για την εποχή προσέγγιση στο θέμα. Εχοντας πληροφορηθεί από την γκουβερνάντα της ότι διεξάγονταν αυτοσχέδιες επιδείξεις μόδας σε εκκλησίες, εστιατόρια και μπαρ του Χάρλεμ, αποφάσισε να παρουσιάσει αυτό ακριβώς ως θέμα.

Ο Μπρόντοβιτς ενθουσιάστηκε τόσο από τα δείγματα ώστε την έστειλε αμέσως πίσω στη «μαύρη» γειτονιά του Μανχάταν για να δημιουργήσει ένα ολοκληρωμένο portfolio. Πράγματι επέστρεψε και έμεινε στο Χάρλεμ για σχεδόν ενάμιση χρόνο, καταγράφοντας εκτός από τις πολιτιστικές εκδηλώσεις της μαύρης κοινότητας, την άνοδο του Μάλκολμ Χ και του κινήματος της Μαύρης Δύναμης. Τα αμερικανικά μέσα όμως δεν ενδιαφέρθηκαν. Αυτός ήταν και ένας από τους λόγους για τον οποίο αποφάσισε, μια δεκαετία αργότερα, να μετακομίσει για πάντα στο Λονδίνο, το οποίο ήδη παλλόταν στους πολύχρωμους ρυθμούς των swinging sixties, αν και η ασπρόμαυρη φωτογραφία έμεινε για πάντα η πρώτη προτίμηση της Αρνολντ. Με τη δουλειά της για το περιοδικό των «Κυριακάτικων Τάιμς» του Λονδίνου, η θεματολογία της διευρύνθηκε, περιλαμβάνοντας μια σειρά από φωτορεπορτάζ «ανθρώπινου ενδιαφέροντος», με ιδιαίτερη έμφαση σε ζωές γυναικών στις παρυφές – η ιεροτελεστία ενός λεσβιακού γάμου, η καθημερινότητα μιας νεαρής καλόγριας, καθώς και μια σειρά ιστοριών με πρωταγωνίστριες γυναίκες του αραβικού κόσμου.