Δεν χωράει αμφιβολία ότι διαρρήξεις έχουν γίνει και μπορούν να γίνουν ακόμη και στα καλύτερα οργανωμένα μουσεία του κόσμου τούτου. Καλά οργανωμένες συμμορίες, εργολήπτες των φιλότεχνων κλεπταποδόχων, μπορούν να ξεπεράσουν ακόμη και τα τελειότερα συστήματα ασφαλείας, ακόμη και τους πιο εκλεπτυσμένους συναγερμούς, μπορούν να ξεγελάσουν τους φύλακες και να σηκώσουν ό,τι επιθυμούν.

Αν τώρα κάποιος κάνει τον κόπο να τα μεταφράσει όλα αυτά στη γλώσσα της ελληνικής καθημερινότητας, θα διαπιστώσει πως από όλες αυτές τις προϋποθέσεις η μία και μοναδική που απαιτείται είναι η ύπαρξη του φιλότεχνου κλεπταποδόχου. Τα υπόλοιπα μόνο κατά προσέγγιση μπορούν να αποδοθούν, σε ελεύθερη απόδοση πάντα, στη μόνη μέθοδο που σου επιτρέπει να συλλάβεις τη σχέση του ελληνικού Δημοσίου με τον σύγχρονο κόσμο.

Διότι δεν χρειάζεται καμιά φοβερή οργάνωση για να παραβιάσεις την τζαμένια μπαλκονόπορτα πίσω από την οποία βρίσκεται ένα ξύλινο παραπέτασμα. Ούτε απαιτείται καμιά ιδιαίτερη πληροφόρηση για να ξέρεις πως οι φύλακες τους οποίους πρέπει να ξεγελάσεις είναι ένας και μοναδικός νυχτοφύλακας, του οποίου το άγρυπνο μάτι καλύπτει όλους τους χώρους. Οσο για τον εκλεπτυσμένο συναγερμό, αυτός εμπνέει τέτοια εμπιστοσύνη που, αφού χτυπήσει πέντε φορές, το μόνο συμπέρασμα που βγαίνει είναι ότι πρέπει την επομένη το πρωί να ειδοποιηθεί οπωσδήποτε ηλεκτρολόγος για να διαπιστώσει τι έπαθε και βαράει κάθε τρεις και λίγο το ρημάδι. Το συμπέρασμα είναι ότι αν το Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης απαιτεί τον δαιμόνιο Τόμας Κράουν για να το διαρρήξει, σ’ εμάς φτάνει κι ο Μπρανκαλεόνε, για όσους θυμούνται τον Βιτόριο Γκάσμαν σταυροφόρο.

Υπάρχουν βέβαια και χειρότερα: φανταστείτε σε ποιο μέρος της υποσαχάριας Αφρικής θα έπρεπε να κρυφτούμε όλοι μαζί αν κάποιοι είχαν κλέψει ένα απ’ αυτά τα έργα που δανειζόμαστε κατά καιρούς για τις περιοδικές εκθέσεις. Απ’ αυτήν την άποψη σταθήκαμε τυχεροί: ένας Πικάσο που έχει περισσότερο συναισθηματική αξία, όπως δεν παύουν να επαναλαμβάνουν διάφοροι από προχθές, ένας πρώιμος Μοντριάν, ή Μονρεάλ όπως ακούστηκε, και ένα σχέδιο του 17ου αιώνα.

Και κάτι τελευταίες λεπτομέρειες: οι συλλογές των κρατικών μουσείων είναι ανασφάλιστες, μια και το κράτος που εγγυάται την ασφάλειά τους δεν μπορεί να ασφαλιστεί κατά του εαυτού του. Εξάλλου, πώς μπορεί να αποτιμηθεί η αξία του Ερμή του Πραξιτέλη ή του Ξανθού Εφήβου για να δεχθεί κάποιος να τα ασφαλίσει; Υπάρχει όμως το ICOM, το Διεθνές Συμβούλιο των Μουσείων, που εκδίδει ρητές και κωδικοποιημένες οδηγίες για να μπορεί ένα μουσείο να πάρει πιστοποίηση και να έχει άδεια λειτουργίας. Η Ελλάδα είναι μέλος του Συμβουλίου αυτού εδώ και χρόνια. Και πριν όμως αποκαλυφθεί πως η Εθνική Πινακοθήκη είναι στην πραγματικότητα απροστάτευτη θα αρκούσε μια βόλτα στην οδό Τοσίτσα για να πεισθεί και ο τελευταίος καχύποπτος πως η Ελλάς, και στον τομέα αυτόν, κρατάει ψηλά το λάβαρο της Εθνικής Ανεξαρτησίας της. Και πως, κρίση – ξεκρίση, δεν επιτρέπει σε κανέναν απ’ αυτούς που έτρωγαν βαλανίδια όταν εμείς γεννούσαμε τον Πραξιτέλη της γνωστής οδού να έρθει εδώ και να μας επιβάλει τους όρους του.