Συμβαίνει σε όλες τις σειρές μακράς διαρκείας, με σπειροειδή εξέλιξη και αλλεπάλληλες κορυφώσεις να είναι το φινάλε απογοητευτικό σε σχέση με τις «συγκλονιστικές» ανατροπές που έχουν προηγηθεί.

Η οικογένεια με τις χαμένες κόρες και χαμένες εγγονές ενωμένη γύρω από ένα τραπέζι – το φαγητό κορυφαίος ενοποιητικός συμβολισμός της οικογένειας -, ο ένας είχε συγχωρήσει τον άλλον για τα εγκλήματα που είχε διαπράξει εναντίον του και κυρίως συγχωρεμένη ήταν η γιαγιά Καλιφατίδη (Κάτια Δανδουλάκη) που είχε εγκαταλείψει προγονή και εγγονή στο ορφανοτροφείο, αλλά μια αμνησία τής άλλαξε τον χαρακτήρα και από κακιά έγινε καλή και τότε όλοι την αγάπησαν, αφού ήταν μια οικογένεια και οι δεσμοί αγάπης προκαθορισμένοι.

Φυσικά πεθαίνει, αυτοκτονώντας, εκείνη που διέπραξε το ασυγχώρητο έγκλημα, όχι της απόπειρας δολοφονίας της γιαγιάς ή των φόνων πρώην αγαπημένου και συζύγου, αλλά της προσπάθειας να οικειοποιηθεί ζωή που δεν της ανήκε, το έγκλημα της πλαστοπροσωπίας. Αυτό για τον σαπουνοπερικό κόσμο θεωρείται χειρότερο και από τον φόνο καθώς συνιστά παράγοντα αποσταθεροποίησης των «φυσικών δεσμών» μεταξύ των μελών της οικογένειας.

Ως εκ τούτου η περουκοφόρος Ξένια (Αθηνά Οικονομάκου) απομονωμένη, αφού αποκαλύφθηκε ο ρόλος της, βουτάει μέσα στα μαύρα σκοτάδια σε μια πισίνα με πλήρη εξάρτυση – δηλαδή την περούκα και το παλτό – και αυτοκτονεί. Εξοχα!

Ως προς τους όρους του σαπουνοπερικού θεάματος, «Η ζωή της άλλης» υπήρξε υποδειγματική. Μέχρι γελοιοποίησης. Γιατί οι υπερβολές – συστατικό στοιχείο αυτού του είδους τηλεόρασης αφού εκτονώνει το λαϊκό κοινό – ξεπέρασαν κάθε προηγούμενο μηδέ των αλήστου μνήμης φωσκολικών εξαιρουμένων. Τι πλαστοπροσωπίες, τι δολοπλοκίες, τι πλαστογραφίες σε DNA, τι χρήση του σεξ για την απόκτηση δύναμης τι ίντριγκες, τι έρωτες άδοξοι και μετά ξαναδοξασμένοι, τι νόθα παιδιά και τι «χαμένα» που ξαναβρίσκονται και τι οικογενειακοί δεσμοί ακλόνητοι και θριαμβευτικοί!

Οσο για τις ερμηνείες, απολύτως ενταγμένες στο σαπουνοπερικό κλίμα που τις θέλει υπερβολικές, να μεγαλοποιούν τις εντάσεις, με το μνημειώδες σε αυτό το τηλεοπτικό είδος κοντινό πλάνο που διαρκεί ακίνητο μερικά δευτερόλεπτα στο φινάλε κάθε σκηνής, για να μεγεθύνει μέχρι εξοντώσεως το συναίσθημα που είχε παραχθεί. Ως εκ τούτου, το ύφος και η καρναβαλική εν τέλει εμφάνιση με την περούκα εντάχθηκαν απολύτως στον ρόλο της κακιάς Ξένιας της Αθηνάς Οικονομάκου, όπως και το εκνευριστικά καλοσυνάτο μέχρι γλυκερό ύφος της Ευδοκίας Ρουμελώτη στον ρόλο της καλής και αγαθής Ελπίδας που όλα τα υπομένει και όλα τα αντέχει. Αν και η εμπειρία έκανε τη διαφορά, με την Κάτια Δανδουλάκη να αλλάζει σχεδόν χαρακτηριστικά από κυνική, σκληρή επιχειρηματίας Καλιφατίδη στον πρώτο και δεύτερο κύκλο σε συναισθηματική, με εσωτερικές συγκρούσεις και τελικώς καλοσυνάτη και δίκαιη γιαγιά στο τέλος.

Για όλα αυτά χρειάστηκαν 400 επεισόδια από τις 27 Σεπτεμβρίου του 2009, που ξεκίνησε η προβολή της σειράς, μια ελληνοποιημένη εκδοχή του μεξικανικού «Guerida enemiga».

Την εποχή εκείνη η ελληνική τηλεόραση βρισκόταν ακόμη σε κατάσταση ευφορίας, αν και τα σύννεφα φαίνονταν ήδη στον ορίζοντα, υπήρχαν περισσότερες παραγωγές και επιλογές και το σαπουνοπερικό θέαμα συμπλήρωνε άριστα το ύφος των καναλικών προγραμμάτων και το είδος του τηλεοπτικού λόγου – ψυχαγωγικό με σαπουνοπερική δομή ως προς τους τηλεοπτικούς ρόλους και το κουτσομπόλικο, κυκλικό αναμάσημα της «επικαιρότητας» – που είχαν καθιερώσει όλα τα προηγούμενα χρόνια, συμπεριλαμβανομένης και της ενημέρωσης. Το φινάλε της «Ζωής της άλλης», που έφτασε σε ποσοστά τηλεθέασης εξαιρετικά υψηλά, ήρθε σε μια εποχή ραγδαίων αλλαγών στις κοινωνίες και στην τηλεόραση. Τα τηλεοπτικά είδη δεν αλλάζουν, όπως δεν αλλάζει το συντακτικό μιας γλώσσας, αλλά το περιεχόμενο δεν γίνεται να μην αντανακλά τις νέες συνθήκες και τις κυρίαρχες αντιλήψεις των καιρών.