Η Πενέλοπε ήταν έντεκα ετών. Δυο χρόνια νεότερη από την Εσπεράνσα. Και τις δύο τις βρήκαν στραγγαλισμένες. Η Λουίσα, δεκαέξι ετών, ήταν έγκυος. Την είχαν στραγγαλίσει με το καλώδιο της τηλεόρασης. Την Εμιλία την βρήκαν μαχαιρωμένη και καμένη. Τη μελαχρινή με το λευκό δέρμα δεν την αναζήτησε ποτέ κανείς. Η δολοφονία της αρχειοθετήθηκε χωρίς όνομα, χωρίς ηλικία.

Οι γυναίκες αυτές είναι στο κέντρο της αφήγησης του «2666», του επικού μυθιστορήματος του Ρομπέρτο Μπολάνιο που – επτά χρόνια μετά την πρώτη του έκδοση και οκτώ χρόνια μετά τον θάνατο του συγγραφέα – παραδίδεται τώρα και στα ελληνικά.

Γνωρίζουμε τις γυναίκες μόνο από νεκροψία. Μαθαίνουμε τι φορούσαν όταν βρέθηκαν ριγμένες σε ένα χαντάκι, παρατημένες σε μια χωματερή, μισοθαμμένες στην έρημο. Συλλέγουμε βήμα προς βήμα τα τελευταία τους ίχνη, όπως τα διηγούνται οι δικοί τους, όπως τα καταγράφουν βαριεστημένα οι διεφθαρμένοι κηφήνες της μεξικανικής Αστυνομίας.

Το σκηνικό στο οποίο εκτυλίσσεται αυτή η ρουτίνα της φρίκης είναι η μεθόριος του Τρίτου Κόσμου: μια πόλη, η Σάντα Τερέζα, στη μέση της ερήμου, στο σύνορο που χωρίζει την εξαθλίωση από την ευημερία, το Μεξικό από τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Η Σάντα Τερέζα του Μπολάνιο είναι λογοτεχνικό αντίγραφο της πόλης Χουαρέζ, όπου από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 δολοφονήθηκαν πάνω από τετρακόσιες γυναίκες, ηλικίας από 12 έως 22 ετών. Η αρχική αδιαφορία και η αδυναμία των τοπικών Αρχών – που κατά καιρούς συνελάμβαναν διάφορους ως ενόχους χωρίς όμως οι φόνοι να σταματούν – κάνει κάποιους να αμφισβητούν αυτά τα νούμερα και να μιλούν για χιλιάδες θύματα. Τα εγκλήματα – feminicidios τα ονόμασαν οι Μεξικανοί – μένουν ακόμη και σήμερα στη συντριπτική τους πλειονότητα ανεξιχνίαστα.

O τόπος

Η «πρωτεύουσα» του «2666» είναι μια πόλη βρώμικη και άναρχη. Μια τρύπα στη γεωγραφία. Ωστόσο χιλιάδες εσωτερικοί μετανάστες συρρέουν εκεί από την ύπαιθρο για να δουλέψουν στις «μακιλαδόρες», τα εργοστάσια των πολυεθνικών που εγκαθίστανται στο Μεξικό αναζητώντας φθηνά εργατικά χέρια.

Η αμείλικτης ακρίβειας πρόζα του Μπολάνιο ακολουθεί τις εργάτριες στη διαδρομή από τις φαβέλες της ερήμου στις μακιλαδόρες. Σε αυτή τη διαδρομή ανακαλύπτονται συνήθως τα πτώματά τους. Δεκάδες πτώματα που περιγράφονται λεπτομερώς με ιατροδικαστική σχολαστικότητα. Αυτές οι ωμές περιγραφές, όμως, δεν προκαλούν μόνο αποτροπιασμό. Μετά τη νεκροψία, η αφήγηση γυρίζει πίσω και φωτίζει με θρηνητική αφοσίωση μικρές λεπτομέρειες από τις ζωές που κόπηκαν. Ετσι, διαβάζουμε νεκρολογίες γυναικών – μαθητριών, εργατριών, ιερόδουλων – για τις οποίες δεν θα γράφονταν ποτέ νεκρολογίες.

Η αφετηρία

Για να φτάσει στον τόπο του εγκλήματος, ο Μπολάνιο ξεκινά από μια φιλολογική καταδίωξη. Ακούγεται οξύμωρο, αλλά έτσι καταστρώνεται: τέσσερις καθηγητές Γερμανικής Λογοτεχνίας ανακαλύπτουν – σε διαφορετικές στιγμές και με διαφορετικά ελατήρια – έναν σχετικά άγνωστο γερμανό συγγραφέα.

Γρήγορα όμως οι κριτικοί μεταμορφώνονται σε ντετέκτιβ, καθώς αναζητούν μανιωδώς την αληθινή ταυτότητα του συγγραφέα που δημοσιεύει με το ψευδώνυμο Μπένο φον Αρτσιμπόλντι. Αποφασίζουν μάλιστα να ακολουθήσουν τα ίχνη του μέχρι τη Σάντα Τερέζα, την πόλη του αίματος, όπου μαθαίνουν ότι έχει εμφανιστεί ο Γερμανός.

Ετσι, ενώ στην αρχή έχει κανείς την αίσθηση ότι παρακολουθεί μια μεταλογοτεχνική δοκιμή πάνω σε έναν φανταστικό συγγραφέα, η ιστορία παίρνει γρήγορα τροπή ερωτικού συμπλέγματος και αιματηρού μυστηρίου. Πρόκειται για έναν τρόπο που δεν αφορά απλώς την πλοκή αλλά το «ύφασμα» του μυθιστορήματος.

Ο τρόπος

Στις 1.161 σελίδες αυτής της Οδύσσειας το αίμα διαβρέχει το πνεύμα. O πολιτισμός συνυπάρχει με τη βαρβαρότητα. Η τέχνη δεν ξεχωρίζει από τη ζωή.

Φορείς αυτών των εντάσεων είναι οι ήρωες του Μπολάνιο. Οι φιλόλογοι που – σε μια σπαρακτική σκηνή του πρώτου μέρους – υπερασπίζονται τις δυτικές αξίες, κλωτσώντας μέχρι αναισθησίας έναν πακιστανό ταξιτζή στο Λονδίνο. Ο ζωγράφος που κόβει το χέρι του για να το ενσωματώσει σε έναν πίνακα και αργότερα – τρόφιμος σε ψυχιατρείο – ομολογεί ότι ακρωτηριάστηκε «για τα λεφτά». Ο μάτσο Μεξικανός που την ημέρα έχει ως καταφύγιο την ποίηση του Γκέοργκ Τρακλ και τα βράδια ψάχνεται στα μπαρ για να εκτονωθεί δέρνοντας.

Εμβληματική μορφή στη χορεία των «δαιμονισμένων», το alter ego του συγγραφέα, ο Αμαλφιτάνο, καθηγητής Φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο της Σάντα Τερέζα. Ο Αμαλφιτάνο αυτοεξορίστηκε από τη Χιλή μετά το πραξικόπημα του Πινοσέτ και πέρασε τη ζωή του σε Μεξικό και Ισπανία – όπως ακριβώς και ο Μπολάνιο.

Ο καθηγητής δεν μπορεί να κοιμηθεί τα βράδια. Ακούει φωνές. Ακούει τη φωνή του πατέρα του που ήταν μποξέρ – όπως και ο πατέρας του Μπολάνιο. Ξαγρυπνάει μυρίζοντας το κακό που έχει κυκλώσει τη Σάντα Τερέζα και απειλεί και την κόρη του, που ζει μαζί του. Ξενυχτάει προσπαθώντας να ταξινομήσει σε γεωμετρικά σχήματα τους μεγάλους φιλοσόφους. Και, μέσα στην τρέλα του, κρατιέται από ένα βιβλίο που έχει κρεμάσει με μανταλάκια, εκτεθειμένο στον καιρό. Γιατί; «Για να δει αν το βιβλίο θα μάθει τίποτα από την αληθινή ζωή».

Ο προορισμός

Τι σημαίνει αυτή η χειρονομία; Εδώ ο Μπολάνιο μας ειδοποιεί ότι η φιλοδοξία του είναι να φτάσει σε μια τέχνη ανοιχτή στη βροχή της ζωής, στην ωμότητα της εμπειρίας. Εχθρός αυτής της οντολογικής λογοτεχνίας είναι οι περιφράσεις, ο εύκολος λυρισμός, όλα τα σχήματα του φροντισμένου λόγου που ο πρωταγωνιστής του τελευταίου μέρους του «2666» ονομάζει «επίφαση». «Η επίφαση είναι η δύναμη κατοχής της πραγματικότητας». Είναι το πλέγμα των διαμεσολαβήσεων που δεν αφήνει την πραγματικότητα να μιλήσει. Η πραγματικότητα του «2666» είναι οι σκοτεινότερες περιοχές της ανθρώπινης εμπειρίας: το έγκλημα, ο πόλεμος, η τρέλα. Η πραγματικότητα αυτή συντελείται υπό το μαύρο φως μιας ποιητικής γλώσσας, που βουτάει και κατοικεί στο σκοτάδι. Δεν επείγεται να το διαλύσει. Το αφήνει να μιλήσει.

Καλή, πυρετική, ανάγνωση.