Στο αποκορύφωμα των μανιωδών ιδιωτικοποιήσεων στις αρχές της νέας χιλιετίας στη Γερμανία, όπου ζω, εξέθεσα σε μερικές εκατοντάδες πολιτικώς δρώντες σε σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, συνδικάτα και κινήματα, την ανάλυση που ακολουθεί. Η ανάλυση αυτή έγινε δεκτή όπως και το πρώτο κήρυγμα του Αποστόλου Παύλου στον Αρειο Πάγο: «Να το ξανασυζητήσουμε!». Σε αντίθεση προς τα συμβάντα περί το 50 μ.Χ., οι συνομιλητές μου πάντως δεν με ειρωνεύονταν. Θεωρώ, άρα, ότι μια επανάληψη της εμπειρίας μου αυτής σε ελληνική γλώσσα δεν μπορεί να μειώσει την έως τώρα επιτυχία μου.

Το μήνυμα πίσω από την ιδιωτικοποίηση / αποκρατικοποίηση δημοσίων υπηρεσιών (τηλεπικοινωνίες, ρεύμα, ύδρευση κ.τ.λ.) είναι σαφές: παρέχουμε προϊόντα και υπηρεσίες μόνο σε όσους όχι μόνο χρηματοδοτούν τη σχετική υποδομή, αλλά και υπόσχονται ένα συμφέρον κέρδος. Ανάγκες ασθενών κοινωνικών τάξεων ενδιαφέρουν μόνο με την επιφύλαξη του κέρδους. Βέβαια, τα ιδιωτικά κέρδη, συναθροιζόμενα, θεωρούνται «εθνικό» προϊόν, γι’ αυτό η άμυνα της χώρας και η εξασφάλιση της εξουσίας παραμένουν πάντα δημόσιες δαπάνες.

Ενας απλός χειρισμός θα μπορούσε να ανατρέψει τη λογική αυτή χωρίς καν να ταράξει το καπιταλιστικό σύστημα: οργανισμοί που θεωρούνται κοινής ωφέλειας ή απλώς δημόσιου ενδιαφέροντος (π.χ. νοσοκομεία, πανεπιστήμια, ταχυδρομεία, ακόμη και φροντιστήρια) θα μπορούσαν να επανιδρυθούν ή να μετατραπούν σε εταιρείες, τα μερίδια των οποίων να ανήκουν σε όλους τους πολίτες. Για να μην επαναληφθεί ό,τι συνέβη στην ΕΣΣΔ, θα έπρεπε φυσικά οι εν λόγω μετοχές να μην είναι εμπορεύσιμες.

Η διάθεση ή πώληση μιας τέτοιας επιχείρησης θα προϋπέθετε την ψήφο των μετόχων, κάτι που, ανάλογα με την εταιρεία, θα αποτελούσε δημοψήφισμα σε έναν οικισμό (προκειμένου π.χ. για ένα ιατρείο) ή σε ένα κράτος (π.χ. για το ταχυδρομείο). Αυθαίρετη διάθεση προς πώληση από μια κυβέρνηση θα ήταν άκυρη.

Αντίστροφα, αν π.χ. το κατάστημα σουβενίρ ενός μουσείου δεν απέφερε αρκετό κέρδος, θα μπορούσε να ανατεθεί (με συλλογική απόφαση) σε ιδιώτες πιο επιτήδειους στην διάθεση τουριστικών ειδών.

Η κοινωνία (και όχι το κράτος) θα έμπαινε στον ρόλο του επιχειρηματία. Ο καθορισμός του επιθυμητού κέρδους, των συνθηκών και της τιμής εργασίας ή της πολιτικής επί των τιμών θα ήταν αντικείμενα συλλογικών αποφάσεων, οι οποίες θα μπορούσαν φυσικά να ανατεθούν και σε μάνατζερ, όπου δεν έχει διαμορφωθεί μια κοινή βούληση. Εξυπακούεται ότι τέτοιες επιχειρήσεις θα ήταν σχεδόν απόρθητες, είτε πρόκειται για τον τηλεοπτικό σταθμό που ορέγονται διάφοροι ιδιωτικοί ανταγωνιστές είτε για το τοπικό κολυμβητήριο, που κάτω από το σημερινό καθεστώς θα απειλείτο να κλείσει ενάντια στη θέληση των πολιτών. Αποφάσεις, για τις οποίες σήμερα αρκεί η υπογραφή ενός πολιτικού, θα απαιτούσαν το «δημοψήφισμα» των μεριδιούχων πολιτών.

Οι μόνες προϋποθέσεις για τη μετατροπή ή την ίδρυση τέτοιων εταιρειών είναι η κατοχύρωση (Ι) του καθεστώτος επιχειρήσεων με μη εμπορεύσιμα μερίδια και (ΙΙ) της συλλογικής ιδιοκτησίας από όλο τον εκάστοτε πληθυσμό (χωρίς συγκεκριμένα ονόματα προσώπων). Αντίστοιχα νομικά σχήματα συνηθίζονται όταν πρόκειται για τον υπολογισμό του δημόσιου χρέους, την επιδιόρθωση ή τον χριστουγεννιάτικο στολισμό πεζοδρομίων κ.ά. – πάντοτε βέβαια ως επιβάρυνση, ποτέ ως κέρδος των πολιτών. Η ενασχόληση με την ιδέα αυτή σύντομα οδηγεί στην αντίληψη ότι οι μέτοχοι σημερινών εταιρειών έχουν αμεσότερο έλεγχο των οικονομικών της εταιρείας τους από ό,τι οι πολίτες στο κράτος «τους», τουλάχιστον κατά τη σημερινή ερμηνεία του «δημοκρατικού» πολιτεύματος

Ο Αρης Χρηστίδης είναι καθηγητής Πληροφορικής στις Ανώτατες Σχολές του Γκίσσεν