«Κάθομαι και ρεμβάζω». Πλατεία Αριστοτέλους, ήλιος χειμωνιάτικος λίγο πριν από το μεσημέρι, κόσμος παντού. Παιδιά, γυναίκες, άνδρες, κορίτσια, αγόρια, μπαλόνια, ένα παγοδρόμιο, ένα τρενάκι το οποίο οδηγούν τάρανδοι κερασφόροι και ένας Αγιος Βασίλης εντελώς νάιλον και κορδωμένος. Τραπέζια απλωμένα στις τρεις μεριές της πλατείας, την τέταρτη πλευρά την πιάνει η θάλασσα, να κόβει το φως του ήλιου σε χίλια κομμάτια. Στο λίγο γρασίδι τετράπαχα περιστέρια. Στο ράμφος τους σπαρταρούν τα κουλούρια που τους πετούν τα παιδιά.

Περνάει μια περίεργη μπάντα με τουμπελέκια, φουστανελοφόροι, ένας μαγκλαράς ντυμένος νυφούλα, και από δίπλα ένας έφηβος-γιατρός με άσπρη μπλούζα, ακουστικά και τσάντα στο χέρι ιατρικότατη. Εθιμο; πρόγνωση; απόγνωση; Στο παγοδρόμιο πλαγιοδρομούν χαμόγελα και κατακόκκινα μάγουλα. Λικνίζονται υποσχέσεις. Ενα μωρό, κορίτσι, με χρυσές μπούκλες και σκουφί-φωτιά, καβάλα στους ώμους του μπαμπά χτυπάει με την τρυφερή του φτέρνα κατευθείαν στην καρδιά. Σχεδόν ακούς τον χτύπο. Ιδιος με τον δικό σου.

Κάθομαι και ρεμβάζω. Ανέβηκα στο δωμάτιο του παλιού ξενοδοχείου. Γέρνει ο ήλιος και ο κόσμος στην πλατεία μυρμήγκια. Στη θάλασσα επάνω σε μια μαούνα ένα δέντρο χριστουγεννιάτικο (φαντάζομαι), λίγο πιο παραλληλόγραμμο από το σύνηθες, σχεδόν σινεμασκόπ, ακολουθεί νωχελικά τον παφλασμό. Φωτίζεται ξαφνικά σαν για να διώξει τον ήλιο που αργοσβήνει. Ερχεται κόσμος κι άλλος κόσμος. Δεν βλέπω πρόσωπα και όμως ξέρω ότι γιορτάζουν. Νιώθεις τη γιορτή να ανεβαίνει φωσφορίζουσα ως το μπαλκόνι.

Οχι, δεν είναι όπως στην Αθήνα. Εδώ την αγαπούν τη πόλη τους, το βλέπεις. Στην Αθήνα κάθε αργία είναι και μια «απόδραση». Εδώ κάθε αργία είναι «δράση». Το βράδυ στους δρόμους τα πρόσωπα είναι πιο ευανάγνωστα. Πρόσωπα ξαναμμένα απ’ τον χιονιά, απ’ τη γιορτή, απ’ τον πόθο; Ενα κορίτσι όλο τινάζει το μαλλί, λες και είναι σκέψη που θέλει να τη διώξει. Σε κάθε τίναγμα πάλλεται το στήθος λευκό. Ενα βλέμμα διαπερνά το τζάμι σαν καυτή χυδαία σφαίρα και τη χτυπάει κατάσαρκα. Ανατριχιάζει. Α, εδώ το βλέπεις το αίσθημα πλούσιο να κυλάει δίπλα σου, ζωντανό, ζεστό και δρεπανηφόρο. Φορές σού κόβει τα ήπατα. Θέλω να ανακατευτώ στον κόσμο. Κάτι με κρατάει τον Αθηναίο. Θυμήθηκα τον Αλεξανδρινό. Τι γύρευε στην Ελλάδα αυτός, ένας Ελληνικός; ψιθυρίζω μαζί του…

…Κάθομαι και ρεμβάζω. Επιθυμίες κ’ αισθήσεις / εκόμισα εις την Τέχνην – κάτι μισοειδωμένα, / πρόσωπα ή γραμμές· ερώτων ατελών / κάτι αβέβαιες μνήμες. Aς αφεθώ σ’ αυτήν. / Ξέρει να σχηματίσει Μορφήν της Καλλονής· / σχεδόν ανεπαισθήτως τον βίον συμπληρούσα, / συνδυάζουσα εντυπώσεις, συνδυάζουσα τες μέρες.