«Κάθε τυχαία συνάντηση με τον Αλλον είναι ένα αίνιγμα», γράφει ο Ρίσαρντ Καπισίνσκι. Οι βιογράφοι του λένε ότι αν βγήκε από νωρίς στην αναζήτηση αυτού του Αλλου, αν κάλυψε δημοσιογραφικά και λογοτεχνικά πεδία δράσης και αλλαγών από τη Λατινική Αμερική των δικτατόρων μέχρι την Αφρική της αποαποικιοποίησης, είναι και γιατί γνώρισε τον πόλεμο στη γενέτειρά του, την Πολωνία, ήδη στα επτά του χρόνια. Και ότι στα μεγάλα ρεπορτάζ του αναζητούσε ξανά και ξανά αυτή την ανάμνηση του τρόμου που έμεινε χαραγμένη βαθιά μέσα του.

Για τον Καπισίνσκι, τον δημοσιογράφο που υπηρετεί ένα είδος που ο ίδιος αποκαλεί λογοτεχνικό ρεπορτάζ, τον συγγραφέα των σχεδόν είκοσι βιβλίων που λίγο έλειψε να τιμηθεί με Νομπέλ Λογοτεχνίας πριν τον προλάβει ο θάνατος το 2007, οι προκαταλήψεις απέναντι στο διαφορετικό έγιναν εμμονή. Το 2006, συγκέντρωσε σε έναν μικρό τόμο διαλέξεις που έδωσε για το θέμα, οι οποίες σήμερα εκδίδονται και στα ελληνικά, συμπληρώνοντας την εικόνα του.

Αν η Αφρική λ.χ., γράφει ο Καπισίνσκι, «δεν κατασκεύασε ποτέ ούτε ένα πλοίο για να σαλπάρει και να δει τι υπάρχει πέρα από τις θάλασσες που την περιέβρεχαν», οι Ευρωπαίοι ήδη από την εποχή των αρχαίων Ελλήνων εκδήλωσαν περιέργεια για τον κόσμο – παρότι κατά καιρούς έφτασαν να διαπράξουν μεγάλα εγκλήματα στο όνομά της.

Ο Ηρόδοτος, λέει, μας δείχνει ότι ήδη πριν από 2.500 χρόνια ο κόσμος στον οποίο εκείνος είχε πρόσβαση κατοικούνταν από μεγάλο αριθμό ώριμων κοινωνιών με εξελιγμένο πολιτισμό και ισχυρή αίσθηση ταυτότητας. Βγήκε να συναντήσει ο ίδιος τους Αλλους – Αιγύπτιους, Σκύθες, Πέρσες, Λυδούς – και πρέσβευε ότι η ξενοφοβία είναι μια αρρώστια φοβισμένων ανθρώπων.

Πολύ αργότερα, στις αρχές των Νεότερων χρόνων οι Ευρωπαίοι έκαναν γενοκτονίες προκειμένου να κατακτήσουν τον κόσμο. Αυτό, λέει, συνέβη γιατί η εικόνα που είχαν για τον Αλλον ήταν αυτή ενός γυμνού άγριου, κανίβαλου και παγανιστή. Και γιατί αυτοί που στέλνονταν ως εμπροσθοφυλακή για την επαφή με τους Αλλους ήταν απατεώνες, εγκληματίες, ληστές, οι μόνοι που πείθονταν να κάνουν ένα τόσο επικίνδυνο ταξίδι.

Η ατμόσφαιρα απέναντι στη διαφορετικότητα άρχισε να αλλάζει τον 18ο αιώνα. Και σε αυτό, λέει ο Πολωνός δημοσιογράφος, συνέβαλε τα μέγιστα η λογοτεχνία – ο Τζόναθαν Σουίφτ, ο Ρουσό και ο Βολταίρος, ο Μοντεσκιέ και ο Γκαίτε. «Μια εκτυφλωτική έκρηξη ταλέντων, δεκάδες συγγραφείς που κατήγγειλαν την κακομεταχείριση και τη σκληρότητα από πάσης φύσεως και εθνικότητας κατακτητές». Αρχισε μια πορεία εξοικείωσης με τους Αλλους, καταγγέλθηκε η δουλεία, άνθησε η χαρτογραφία. Ο φόβος για τον ξένο αντικαταστάθηκε σταδιακά από την περιέργεια και την επιθυμία. Σε αυτό βοήθησε η νέα επιστήμη της Ανθρωπολογίας, αλλά και το έργο του φιλόσοφου Εμανουέλ Λεβινάς που για πρώτη φορά όρισε ως καθήκον μας την ανάληψη ευθύνης για τον Αλλον, πέρα από μια απλή γνωριμία μαζί του.

Αυτή είναι και η πρόκληση του 21ου αιώνα, σε μια εποχή που οι Αλλοι, δηλαδή οι μη Ευρωπαίοι, όχι μόνο αναγνωρίζονται ως ισότιμοι, αλλά αξιώνουν «μια θέση στο παγκόσμιο τραπέζι». Μόνο που τώρα, επισημαίνει ο Ρίσαρντ Καπισίνσκι, η λογοτεχνία δεν βρίσκεται στο ύψος των περιστάσεων. Ασχολείται με αποτυχημένους γάμους, ερωτικά τρίγωνα, σχέσεις γονιών και παιδιών, αλλά συνήθως περιφρονεί τις άλλες σύγχρονες κουλτούρες.

Απόδειξη; Στην επανάσταση του Ιράν, την ανατροπή του Σάχη, τους ομήρους και όλα όσα συνέβαιναν εκεί για μήνες, ο Καπισίνσκι δεν συνάντησε ούτε έναν αμερικανό ή ευρωπαίο συγγραφέα στο Ιράν. «Το γεγονός ότι η λογοτεχνία μπορεί να αγνοεί παντελώς ένα παγκόσμιο δράμα, αφήνοντας την αφήγηση σημαντικών γεγονότων αποκλειστικά στις τηλεοπτικές κάμερες και τους ηχολήπτες, αποτελεί για μένα ένα σύμπτωμα βαθιάς κρίσης στη γραμμή του μετώπου που χωρίζει την Ιστορία από τη Λογοτεχνία», λέει. Αδικο έχει;