Η κριτική επιτροπή είχε υποστεί επιθέσεις από τον βρετανικό Τύπο, ότι απέφευγε τα τελευταία χρόνια να βραβεύει καθιερωμένους συγγραφείς. Και ότι προτιμούσε να βάζει στα υποψήφια για βράβευση βιβλία, αναγνώσματα ευκολοδιάβαστα των οποίων η ανάγνωση «ρέει».

Φέτος όμως, είτε γιατί υπέκυψε στις πιέσεις είτε γιατί οι επικριτές της δεν είχαν δίκιο, η επιτροπή του σημαντικότερου βρετανικού βραβείου λογοτεχνίας, The Man Booker Prize, επέλεξε έναν από τους πιο γνωστούς βρετανούς συγγραφείς. Βέβαια ο Τζούλιαν Μπαρνς, για τον οποίο ο λόγος, είναι γνωστός, δεν είναι όμως κανένας δυσνόητος συγγραφέας. Η κριτική επιτροπή, θέλοντας να πάρει το αίμα της πίσω, έβγαλε την απόφαση για τον Μπαρνς σε μόλις 31 λεπτά, και κατόπιν σχολίασε: «Δεν είπαμε ποτέ ότι θέλουμε να αναδεικνύουμε βιβλία ευκολοδιάβαστα. Είπαμε ότι θέλουμε να συνδυάζουμε την ποιότητα με το διαβαστερό κείμενο. Αυτό είναι διαφορετικό».

Τα μυθιστορήματα του Τζούλιαν Μπαρνς διακρίνονται, βέβαια, για το καλό τους γράψιμο, την καλοφτιαγμένη πλοκή, το χιούμορ τους. Ο ίδιος ο Μπαρνς διακρίνεται και για την ψυχολογική του αστάθεια (δεν κρύβει πως πάσχει από κατάθλιψη), που επιτάθηκε μετά τον θάνατο της γυναίκας του το 2008. Βέβαια και παλιότερα το ηθικό του είχε αυξομειώσεις – λένε ότι είχε απογοητευτεί πολύ όταν την προηγούμενη φορά που ήταν υποψήφιος για το Βραβείο Booker, το 2005, δεν το πήρε τελικά. Γιατί στην περίπτωσή του, η… φαρμακερή ήταν η τέταρτη.

Είχαν προηγηθεί τρεις υποψηφιότητες που δεν είχαν ευτυχές τέλος: το 1984 (με τον «Παπαγάλο του Φλωμπέρ»), το 1998 («England England») και το 2005 («Αρθουρ & Τζορτζ»). Ετσι, όταν ανακοινώθηκε η βράβευσή του για το «The sense of an ending» (προσωρινός τίτλος στα ελληνικά: «Ενα κάποιο τέλος»), ο Μπαρνς την αντιμετώπισε με χιούμορ, λέγοντας: «Ο Μπόρχες, όταν τον ρωτούσαν – και τον ρωτούσαν συνέχεια – γιατί δεν του έδιναν το Βραβείο Νομπέλ, απαντούσε: «Στη Σουηδία υπάρχει μια οικογενειακή επιχείρηση που έχει ως μοναδικό προορισμό να μη δώσει στον Μπόρχες το Βραβείο Νομπέλ». Κι εγώ τα προηγούμενα χρόνια, σε κάποιες στιγμές παράνοιας, αναρωτιόμουν μήπως δεν υπήρχε και στη Βρετανία κάποια παρόμοια αδελφή επιχείρηση. Γι’ αυτό και είμαι ανακουφισμένος, όσο και ευτυχής που λαμβάνω το Βραβείο Booker 2011».

Το «Ενα κάποιο τέλος» είναι ένα μικρό μυθιστόρημα, 150 σελίδων – δεν είναι πάντως το μικρότερο στην ιστορία των βραβεύσεων του Booker: το μικρότερο, που πήρε βραβείο το 1979 και λεγόταν «Offshore», γραμμένο από την Πενέλοπε Φιτζέραλντ, ήταν 132 σελίδων. Πραγματεύεται την ιστορία ενός μεσήλικα που έπειτα από έναν γάμο και ένα ψύχραιμο διαζύγιο ανακαλύπτει ότι το παρελθόν του είναι λίγο διαφορετικό από αυτό που του λέει η μνήμη του. Σε αυτό συμβάλλουν δύο αυτοκτονίες παλιών του φίλων.

Οταν είχε επισκεφθεί την Αθήνα προ πενταετίας, προσκεκλημένος του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, ο 65χρονος, σήμερα, συγγραφέας από το Λέστερ, είχε υπερασπιστεί τις αντοχές του μυθιστορήματος, εις βάρος όλων όσοι προαναγγέλλουν το τέλος του.

«Υπάρχουν βεβαίως κι εκείνοι που θεωρούν ότι το Ιντερνετ, τα εφέ του κινηματογράφου, οι νέες μορφές τέχνης υποβαθμίζουν τη θέση του μυθιστορήματος», είχε μεταξύ άλλων πει. «Θα συμφωνήσω ότι δεν έχει πλέον νόημα να περιγράφεις ένα κυνηγητό με αυτοκίνητα. Αλλά στον χώρο των ανθρωπίνων σχέσεων, στο πεδίο της ανθρώπινης εσωτερικότητας, το μυθιστόρημα θα διατηρεί πάντα τα πρωτεία. Δεν μπορεί να στερηθεί αυτό το προνόμιο γιατί είναι κατ’ εξοχήν η μορφή εκείνη της τέχνης που εκφράζει τα μύχια της ύπαρξης».