Οι κοινωνίες που αφήνονται στην «καλή θέληση» των μελών τους για να λειτουργήσουν είναι καταδικασμένες να σβήσουν υποστήριξε ο καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης Γιώργος Κοντογιώργης, καλεσμένος στο «Mega Σαββατοκύριακο» το πρωί της Κυριακής. Απέναντί του, οι Χασαπόπουλος και Αναγνωστάκης υποστήριζαν από την πλευρά τους ότι χωρίς την «καλή θέληση» των πολιτών δεν λειτουργεί τίποτε, με την έννοια ότι ο καθένας έχει προσωπική ευθύνη για την ποιότητα της δουλειάς του.

Μπορεί και οι δύο θέσεις να είναι σωστές, πρόκειται όμως για δύο διαφορετικής τάξεως λόγους. Ο ένας, ο επιστημονικός, εννοούσε ότι η αποτελεσματική λειτουργία του κράτους είναι πρωτίστως θέμα σωστού σχεδιασμού του δημόσιου τομέα του, εξορθολογισμού και συντονισμού του με την εποχή και τις ανάγκες της από ικανές κυβερνήσεις που πρώτες αυτές κάνουν τη δουλειά για την οποία εξελέγησαν. Ο άλλος λόγος, ο δημοσιογραφικός, ήταν συντονισμένος περισσότερο με τη σχολική – και οικογενειακή – αγωγή της ευσυνειδησίας, περισσότερο ηθικοπλαστικός και συναισθηματικός.

Ολο αυτό ήταν ένα μικρό, ελάχιστο παράδειγμα της δυσκολίας που έχει ο επιστημονικός λόγος, ο λόγος των ειδικών να ευδοκιμήσει στα τηλεοπτικά πάνελα – όχι γιατί δεν έχουν την καλή πρόθεση οι παρουσιαστές ή γιατί δεν τον αντιλαμβάνονται αλλά γιατί είναι τόσο ισχυρά τα δημοσιογραφικά στερεότυπα της ερμηνείας των φαινομένων και ως εκ τούτου και οι λαϊκές αντιλήψεις τις οποίες έχουν διαμορφώσει επί σειράν ετών, ώστε χρειάζεται επιμονή στην ανάλυση του επιστημονικού λόγου όσο απλός και κατανοητός και αν είναι. Στη συνέχεια είχε τη δυνατότητα ο κ. Κοντογιώργης – έχει διατελέσει στο παρελθόν διευθύνων σύμβουλος της ΕΡΤ – να επαναλάβει την άποψη που έχει εκτενώς εξηγήσει από το περασμένο καλοκαίρι, ότι η ελληνική κρίση είναι κρίση που παρήγε το πολιτικό σύστημα, καθώς ουδέποτε διαμόρφωσε όρους λειτουργίας του κράτους και κυρίως της Δημόσιας Διοίκησης. Και εξακολουθεί να μην το πράττει.

«Θέμα νόμων;» ρωτούν οι παρουσιαστές, επισημαίνοντας ότι έχουμε πλήρες νομικό οικοδόμημα. Θέμα νοοτροπίας που επέτρεψε τη δημιουργία γκρίζων ζωνών στις οποίες η εφαρμογή των νόμων έχει αντικατασταθεί από την εξεύρεση τρόπων να παρακαμφθούν.

Ούτε καινούργιες ούτε πρωτότυπες είναι οι διαπιστώσεις. Επαναλαμβάνονται κάθε τόσο με τη σκέψη να ακολουθεί διαφορετικές διαδρομές και να συγκλίνει στα ίδια συμπεράσματα. Γιατί οι τηλεοπτικοί διάλογοι έχουν επιβάλει εδώ και χρόνια τα στενά όρια του τελετουργικού τους και στον δημόσιο διάλογο. Το πρόβλημα δεν είναι των διανοουμένων που με λόγο απολύτως εύληπτο αναλύουν την κρίση και καταθέτουν τη σκέψη τους σε όποιον πάνελ τούς ζητείται να το πράξουν. Μην ξεχνάμε ότι είχαν καταδικαστεί στο πυρ το εξώτερον της κοινωνίας που υποκλίθηκε στην ψευδογκλαμουροσύνη. Ποιος θα είχε διανοηθεί πριν από μερικά χρόνια, όταν ο εθνικός σουσουδισμός βρισκόταν στον κολοφώνα του με ιερά του σύμβολα πρωινατζούδες και λαρυγγοσφιγγόμενους αοιδούς από τις πίστες της νύχτας ενώ η λειτουργία του πολιτικού συστήματος παρουσιαζόταν σαν εθνική σαπουνόπερα από τα δελτία ειδήσεων να προσκαλέσει σε πάνελ καθηγητή πανεπιστημίου για παράδειγμα. Αιφνιδίως έγιναν ανάρπαστοι. Ισως γιατί οι επιστημονικές βεβαιότητες είναι οι μόνες που διατηρούνται αυτή την εποχή του χάους και της διάλυσης. Για να αποτελέσουν ένα ενσταντανέ «σιγουριάς» του λόγου, που θα αντιπαλέψει το καταθλιπτικό αίσθημα της διάλυσης.

Ως εκ τούτου, παρ’ όλο που η ανάγκη των αναστατωμένων καιρών έστρεψε το ενδιαφέρον των εκπομπών διαλόγου στη δεξαμενή των πανεπιστημιακών και λοιπών διανοουμένων, παραμένει ο κίνδυνος να συνεχίσει να διεξάγεται ο δημόσιος διάλογος με όρους τηλεόρασης. Εχοντας απλώς αντικατασταθεί οι πολιτικοί από διανοουμένους που κάνουν διαπιστώσεις – κάποιοι κάνουν και προτάσεις με την ασφάλεια της γενικότητας των θεωριών τους -, επωμιζόμενοι ρόλο μεγαλύτερο από αυτόν που μέχρι σήμερα και οι ίδιοι είχαν διεκδικήσει ή είχαν επιτρέψει στην τηλεόραση να τους ορίσει.