Κάλεσε το κοινό να βουλιάξει επί δυο ώρες στο γνώριμο τηλεοπτικό της σύμπαν η τσαντιριώτικη σάτιρα, επέστρεψε στις ίδιες «δεξαμενές» του τρας για να αλιεύσει στιγμιότυπα δήθεν πλακατζίδικα, από τον Φικιώρη μέχρι τους αδελφούς Γεωργιάδη και την Μπεκατώρου, ενώ «τσουβάλιασε» πάλι δημοσιογράφους και κανάλια απευθύνοντάς τους νουθεσίες, ξεχώρισε αυτούς «που τελευταία τα πάνε καλά» δείχνοντας τις φετινές της «συμμαχίες», χάιδεψε, όπως πάντα, τα νιάτα των καταλήψεων εκ τσαντιριώτικου ορισμού δικαιωμένα, και περιόρισε την εμβέλειά της στους προφανείς στόχους επαναλαμβάνοντας εξαντλημένα αστεία.

Μπροστά σε ένα κοινό που χειροκροτούσε και γελούσε από την πρώτη στιγμή έκανε πρεμιέρα ο Λάκης Λαζόπουλος στο εβδομαδιαίο του πρόγραμμα, ο ίδιος δείχνοντας σε μεγάλα κέφια, το χιούμορ του όμως εγκλωβισμένο στα ασφυκτικά στερεότυπα του δικού του τσαντιριώτικου σύμπαντος, που επιμένει να αναδεύει το κατακάθι του τηλεοπτικού πολτού αναζητώντας βωμολοχικά άλλοθι και αηδιαστικά αστεία, επιπέδου γυμνασιακού κανιβαλισμού για να δημιουργήσει την ψευδαίσθηση της αδίστακτης και ανελέητης ατμόσφαιρας που απαιτούν οι κανόνες της σάτιρας. Είναι άλλο όμως η σατιρική πρόκληση που δεν γνωρίζει όρια και δεν διαχωρίζει εξουσίες και άλλο η μανιέρα, που κλείνει το μάτι στα ένστικτα του φιλοθεάμονος με στιγμιότυπα από τις ίδιες πάντα εκπομπές του τηλεοπτικού περιθωρίου, οι οποίες βρίθουν ανόητων και αηδιαστικών ευτράπελων και όποιος επιθυμεί δεν έχει παρά να τις αναζητήσει με το τηλεχειριστήριο.

Η σάτιρα έχει ανάγκη τα στερεότυπα. Χάρη σε αυτά επικοινωνεί με το κοινό. Με βάση αυτά αλιεύει τους στόχους της και ασκεί την ανελέητη κριτική της στις «παραβάσεις» από το κοινό περί δικαίου αίσθημα, οποιασδήποτε εξουσίας.

Η «επαναστατικότητά» της έγκειται μόνο στη «ματιά» της, στην ποιότητα του χιούμορ της που όσο πιο υψηλή είναι, όσο πιο λεπτό, βασανισμένο και βαθύ γίνεται τόσο πιο αποτελεσματικό είναι, όχι για να ηγηθεί οποιασδήποτε ανατροπής, αλλά για να εκτονώσει τη λαϊκή δυσφορία ή και να συνοδεύσει, στην καλύτερη περίπτωση να ενισχύσει, τον προβληματισμό. Γι’ αυτό και είναι ελεύθερη – οφείλει να είναι – γλωσσικών κανόνων και γενικώς κανόνων «καλής συμπεριφοράς». Τι γίνεται όμως όταν η σάτιρα καταλήγει να είναι η ίδια στερεότυπο και μάλιστα τηλεοπτικό, αφυδατώνει τους κανόνες της λυτρωτικής της ασέβειας μετατρέποντάς τους σε ένα χαλύβδινο, επαναλαμβανόμενο σύστημα ασφυκτικής καθοδήγησης του συναισθήματος του κοινού της; Και μάλιστα πηγαινοερχόμενη από την πλάκα, στη νουθεσία – ούτε η Αριστερά γλίτωσε – και από εκεί στην υπόδειξη για το ποια πρέπει να είναι η ερμηνεία των γεγονότων. Το χιούμορ της εξ ορισμού αποτελεί έτσι κι αλλιώς μια ερμηνευτική τους πτυχή, άλλοτε ελάχιστη και άλλοτε μεγαλύτερη, αλλά αυτό το κρίνει ελευθέρως το κοινό, χωρίς να χρειάζεται η επιπλέον καθοδήγηση της σκέψης του. Αλλά αυτά είναι οι επιρροές της τηλεόρασης, η γοητεία της εξουσίας του μέσου, το οποίο προσφέρει όλες της ευκολίες της απλοποίησης μέχρι εξάντλησης κάθε όρου, οποιουδήποτε θεάματος με ανταγωνιστικό τελετουργικό. Και το «Τσαντίρι» έχει καταθέσει τα όπλα της σάτιρας στην τηλεόραση, συγχέοντας την τηλεοπτική βαρβαρότητα με την ασέβεια της σάτιρας.

Πολύ λεπτός ο διαχωρισμός, αλλά και ο σπουδαιότερος για έναν ταλαντούχο «φωτογράφο» της «κρυφής εικόνας» της πραγματικότητας, όπως υπήρξε ο Λάκης Λαζόπουλος.