Με αφορμή το ποταμιαίο ντοκιμαντέρ (διάρκειας 208 λεπτών) «George Harrison: Living in the Material World» με την υπογραφή του Μάρτιν Σκορσέζε. Οπου ο Τζορτζ Χάρισον, ο Βενιαμίν των τεσσάρων θρυλικών Σκαθαριών, αποκαλύπτεται περίπου ως καρπαζοεισπράκτορας. Πρώτα του Πολ και κατόπιν (παρότι τον αντιμετώπιζε με συμπάθεια και κατανόηση) του Τζον Λένον. «Επειδή έπαιζε καλή κιθάρα, τον πήρα μαζί μου και τον πήγα στο σπίτι του Τζον, που τότε έμενε με την αυταρχική θεία του. Οταν τον είδε μου είπε: «Ποιος αυτός; Μα είναι μικρός»».

Κι όμως η διαφορά ηλικίας ήταν ελάχιστη. Γιατί ο Τζορτζ Χάρισον γεννήθηκε στο Λίβερπουλ το 1943. Μεγαλύτερος όλων, ο Τζον. Του 1940. Οταν δολοφονήθηκε το 1980 (από τη CIA, ισχυρίζεται η Γιόκο Ονο, λόγω των πολιτικών του πεποιθήσεων) ήταν σαράντα ετών. Συνομήλικος του Τζον ο Ρίτσαρντ Στάρκι, επονομαζόμενος Ρίγκο Σταρ. Το παιδί με τα κλαπατσίμπανα που το 1961 αντικατέστησε τον Πιτ Μπεστ στα ντραμς. Του 1942 ο Πολ Μακ Κάρτνεϊ. Στις συνεντεύξεις που δίνει στον Μάρτιν Σκορσέζε, μοιάζει με μπαμπόγρια που έχει βάψει τα μαλλιά σε χρώμα κεραμιδί. Τέλος πάντων. Συνομήλικος του Τζον και ο μακαρίτης, μπασίστας και αρτίστας Στούαρτ Σάτκλιφ. Που το 1961 στο Αμβούργο, όταν οι Μπιτλς μπαινόβγαιναν στα γερμανικά «καταγώγια» και έπαιζαν R and B, άρχισε να τυφλώνεται και να σωριάζεται στη σκηνή. Παρά τις εξετάσεις, οι γερμανοί γιατροί δεν του βρήκαν τίποτα. Ετσι συνέχισε με επιμονή. Και έτσι σωριάζεται οριστικά έναν χρόνο αργότερα. Από ανεύρυσμα. «Το πρώτο όνομα του συγκροτήματος ήταν The Quarrymen και προήλθε από το όνομα του σχολείου μας Quarry Bank High School. Επειτα ο Στούαρτ είχε την έμπνευση με την ονομασία Beatles». Με αυτή την ονομασία ο Τζον άρχισε να παίζει με τις λέξεις Beat και Less (χωρίς ρυθμό). Τέλος πάντων.

Ο Μάρτιν Σκορσέζε (του 1942, συνομήλικος του Πολ) ο λάτρης και ταυτόχρονα ερευνητής Film Maker όλης αυτής της ροκ και ποπ σκηνής. Εχει σημασία αυτό. Το 1978 σε ένα από τα πρώτα και αξιομνημόνευτα μουσικά ντοκιμαντέρ που έχει υπογράψει, με τον τίτλο «The Last Waltz» (στα ελληνικά παραποιήθηκε ως «Ραντεβού με τα αστέρια της ποπ», άσχετο δηλαδή), κινηματογραφεί θρυλική συναυλία του αλησμόνητου συγκροτήματος The Band. Τα χρόνια περνούν, οι ταινίες που σκηνοθετεί πέφτουν βροχή, αλλά εκείνος κοντά στα Goodfellas και τη Μαφία πορεύεται με το μεράκι του για τη μουσική. Πρώτα η τηλεοπτική του σειρά για το Μπλουζ (The Blues). Υστερα, το 2005, το καλύτερό του «No Direction Home: Bob Dylan». Και αυτό διάρκειας 208 λεπτών. Και το 2008 με τη συναυλία των Ρόλινγκ Στόουνς «Shine a Light». Οσο γερνάει τόσο στις παλιές δόξες επιστρέφει.

Ποιος ήταν ο Τζορτζ; «Δύο πράγματα μαζί», λέει ο Ερικ Κλάπτον. Ετερος θρύλος της βρετανικής σκηνής, εξαιρετικός δεξιοτέχνης της κιθάρας και ο πυρήνας των Yardbirds που τη δεκαετία του εξήντα λειτουργούσαν κάτω από τη βαριά σκιά των Μπιτλς. Να ήταν μόνο αυτοί; Ακόμα και ο κακομαθημένος Μικ Τζάγκερ δεν άντεχε να τρώει διαρκώς τη σκόνη του Τζον Λένον. Τέλος πάντων. Ο Κλάπτον λοιπόν (του 1945) περιγράφει τον Τζορτζ ως διχασμένο ανάμεσα σε δύο χαρακτήρες. «Αλλοτε αγαπησιάρης, άλλοτε τσαντίλας». Το ίδιο λέει και η Τζέιν Μπίρκιν. «Είχε δυο πλευρές. Ευγενικός και ευθύς». Ο Πολ συμφωνεί και συμπληρώνει: «Ο Τζορτζ καθαρόαιμο αρσενικό. Πώς να το πω; Του άρεσαν αυτά που αρέσουν σε κάθε άντρα»!

Τουτέστιν, γυναίκες. Μία εξ αυτών, ένα γαργαλιστικό μανούλι που κυκλοφορούσε ως μοντέλο και αργότερα το έριξε στη φωτογραφία, ήταν η Πατρίτσια Αν Μπόιντ. Η Πάτι. Ο Τζορτζ πέφτει πάνω της στα γυρίσματα του «A Hard Day’s Night» (με σκηνοθέτη τον Ρίτσαρντ Λέστερ). Η κινηματογραφική αποθέωση της μπιτλομανίας και της ποπμανίας. Η Πάτι το 1964, στα γυρίσματα δηλαδή, ήταν μόλις είκοσι Μαΐων. «Από την πρώτη στιγμή», λέει εκείνη, συμπαθητική γριούλα τώρα, «με ενέπνευσε η μουσική του». Μερικά χρόνια αργότερα, το ίδιο θα πει και για την κιθάρα του Ερικ Κλάπτον! Casus belli δηλαδή. Οταν ο Τζορτζ σε κάποιο πάρτι βλέπει από μακριά τη γυναίκα του, την Πάτι, να λιγουρεύεται τον κολλητό του Ερικ. Και τούμπαλιν. Θυμάται ο Ερικ Κλάπτον: «Μας πλησιάζει κα θυμωμένος τη ρωτάει: «Πάτι, αποφάσισε τώρα, ή θα έρθεις μαζί μου στο σπίτι ή θα μείνεις μ’ αυτόν»» (και δείχνει τον Ερικ). Η Πάτι αποφασίζει εκείνη τη στιγμή να ακολουθήσει τον άντρα της. Σύμφωνα με το πρωτόκολλο. Στη συνέχεια όμως κατέληξε συμβία στο κρεβάτι του Ερικ. Πάντα μια γυναίκα, η αιτία πολέμου για μια μεγάλη φιλία. Τελικά, είπε στον Κλάπτον: «Θέλεις την Πάτι; Πάρ’ την»! Και την πήρε.

Ο Τζορτζ δεν ήταν πολεμοχαρής. Μέσα του όμως έβραζε σαν το καζάνι. Θυμάται λοιπόν ο μακαρίτης Τζορτζ (από συνεντεύξεις του παλαιότερων ετών): «Πρόσεξα ότι ο Τζον έπαιζε με τετράχορδη κιθάρα. Λάθος, του λέω. Δεν ξέρεις ότι η κιθάρα πρέπει να έχει έξι χορδές; Ετσι έμαθε». Ο Πολ όμως εξακολουθούσε να ρίχνει σφαλιάρες στον Τζορτζ. «Προσπαθούσα να τον βοηθήσω, αλλά τελικά τον εκνεύριζα».

Η αλήθεια είναι – σύμφωνα πάντα με τον Πολ – «ότι εγώ με τον Τζον κλεισμένοι σε ένα δωμάτιο γράφαμε όλα τα τραγούδια. Υστερα από μια εβδομάδα απομόνωσης καταλήγαμε μαζί με τους άλλους δύο για ηχογράφηση στο στούντιο. Ο Τζορτζ απλώς τα ρετουσάριζε με ακόρντα και riff».

Στην πραγματικότητα ο Τζορτζ, κομπλεξαρισμένος από την άνιση μεταχείριση και από την καταπιεστική σχέση με τον Πολ και τον Τζον, έγραφε μόνος του τα δικά του κομμάτια. Και μια μέρα, στην ηχογράφηση του Λευκού άλμπουμ (αν θυμάμαι καλά) προσκομίζει και μια κομματάρα που ακόμα και σήμερα όταν την ακούω μου σηκώνεται η πέτσα. Το λένε «While my guitar gently weeps». Στην αρχή τον σνόμπαραν. Του είπαν περίπου ότι αυτό το κομμάτι δεν ταιριάζει στο ύφος των Μπιτλς. Ετσι, μέσα του, κόπηκε ο ομφάλιος λώρος με το συγκρότημα. Υστερα ο Τζον, με την ανωτερότητα του αρχηγού, συμφωνεί με το τραγούδι και μάλιστα προτείνει να κυκλοφορήσει ως single. Αυτό ήταν. Συμπτωματικά πέφτουν πάνω στην επίσκεψη ενός ινδού φακίρη που ο Πολ τον χαρακτηρίζει funny little guy (μικροσκοπικός αστείος τύπος) με το όνομα Μαχαρίσι. Ο θρησκευτικός πνευματισμός και διαλογισμός, η καλύτερη διέξοδος για τον καταπιεσμένο ψυχισμό του Τζορτζ. Ολοι, δηλαδή και οι τέσσερις, ακολουθούν τον ινδικό πνευματισμό. Ο Τζον και ο Τζορτζ αφήνουν μακριές γενειάδες. Ο πρώτος όμως τραβάει προς την πολιτική με το σύνθημα: «Make love not war». Εναν δρόμο που τον άνοιξε η Γιόκο Ονο. Ενώ ο Τζορτζ μεταμορφώνεται σε καθαρόαιμο πιστό. Οσο ο Τζορτζ έψελνε μάντρα (ινδικοί ψαλμοί) τόσο απομακρυνόταν από τους Μπιτλς. «Είχαμε γίνει πικρόχολοι ανάμεσά μας. Κάναμε όσα θέλαμε να κάνουμε. Αγαπιόμασταν, αλλά στο τέλος τσακωνόμασταν. Οπως οι σύζυγοι σε έναν γάμο πολλών ετών. Αγάπη και μίσος μαζί», λέει ο Ρίγκο Σταρ. Μαζί δεν κάνουμε και χώρια δεν μπορούμε. «Ο Μαχαρίσι», έλεγε ο Τζορτζ, «δεν είναι απατεώνας αλλά ο ενδιάμεσος του Θεού. Κάθε δημιουργία είναι έργο Θεού. Ευδαιμονική εμπειρία. Ολα τα τραγούδια είναι αποτέλεσμα πνευματικής ανάτασης και διαλογισμού». Ετσι πορευόμενος προς τον Βούδα απομακρυνόταν από τα επίγεια των Μπιτλς. Στην ηχογράφηση του «Let it Be» την κοπάνησε (ένα άλμπουμ που κυκλοφόρησε ως κύκνειο άσμα του συγκροτήματος, αλλά ηχογραφήθηκε πριν από το «Abbey Road»). «Στην πραγματικότητα, αποτελούσαμε τις τέσσερις άκρες ενός τετραγώνου. Μία να πέσει, το οικοδόμημα θα σωριαστεί», διαπιστώνει εκ των υστέρων ο Πολ Μακ Κάρτνεϊ.