Σε μια εποχή που οι περισσότεροι συγγραφείς και κριτικοί στην Ελλάδα φαίνεται να τρέφουν αμείωτη προτίμηση για τον μινιμαλισμό, ίσως επειδή είναι βολικός, η 43χρονη Ιωάννα Μπουραζοπούλου γράφει φιλόδοξα μυθιστορήματα, κάπως φλύαρα βέβαια, αλλά μεγαλόθεμα και ευφάνταστα. Αυτό από μόνο του τα κάνει αξιοπρόσεκτα, τουλάχιστον για όσους συμφωνούν με την άποψη του Χέρμαν Μέλβιλ ότι ένα μεγάλο μυθιστόρημα προϋποθέτει ένα μεγάλο θέμα. Εννοείται βέβαια ότι, αν η συνθήκη αυτή είναι αναγκαία, δεν είναι και ικανή.

Στην «Ενοχή της αθωότητας» η Μπουραζοπούλου μάς μεταφέρει σε μια μετακαπιταλιστική, αλλά προς μεγάλη απογοήτευση των προφητών του σοσιαλισμού καθόλου ελκυστική ενωμένη Ευρώπη του μακρινού μέλλοντος. Έχουμε, δηλαδή, να κάνουμε με μια μελλοντολογική δυστοπία, ασφαλώς όχι την πρώτη στην ελληνική λογοτεχνία (μου έρχεται στον νου, για παράδειγμα, το προ πενταετίας «Writersland» του Νίκου Βλαντή). Μια ξαφνική «πνευματική μετάλλαξη» των Ευρωπαίων έφερε μια επαναστατική, αν και αναίμακτη αλλαγή καθεστώτος, πεποιθήσεων και οργάνωσης της ζωής. Η κοινωνία είναι τώρα χωρισμένη σε συντεχνίες, από τη συντεχνία των σιδεράδων και τη συντεχνία των φυλάκων ώς αυτή των φιλοσόφων, που καθεμιά έχει για έδρα της μια συγκεκριμένη πόλη (καμία σχέση με την πλατωνική «Πολιτεία», εδώ δεν κυβερνούν οι φιλόσοφοι). Και το υπέρτατο αγαθό, η οιονεί θρησκεία αυτής της νέας Ευρώπης είναι – ο θάνατος.

Προκύπτει όμως μια σοβαρή κρίση, όταν το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο αδυνατεί να αποφασίσει σε ποια συντεχνία αρμόζει περισσότερο η ιδεολογική κηδεμονία του θανάτου: στους φιλοσόφους ή στους καλλιτέχνες; Για να δώσει λύση, το καθεστώς διοργανώνει ένα παράξενο δημοψήφισμα. Ένας εξ ορισμού αθώος, του οποίου η ταυτότητα δεν ανακοινώνεται, καταδικάζεται σε θάνατο και οι Ευρωπαίοι καλούνται να ψηφίσουν υπέρ ή κατά της εκτέλεσης της ποινής. Ο κατάδικος, κλεισμένος σ’ ένα κουτί, μεταφέρεται μέσα από την Ευρώπη πάνω σ’ ένα αυτοκίνητο, που οδηγούν δύο φίλοι, μέλη των δύο αντίπαλων συντεχνιών. Κάθε εκατό χιλιόμετρα το αυτοκίνητο σταματάει, για να ψηφίσουν οι πολίτες (ή μάλλον οι «επαγγελματίες», όπως λέγονται στο νέο καθεστώς). Κρίσιμη λεπτομέρεια: αρκεί μία αθωωτική ψήφος, δηλαδή το άνοιγμα του κουτιού από έναν ψηφοφόρο, για να απελευθερωθεί ο κρατούμενος και να λήξει το δημοψήφισμα.

Το δρομολόγιο του αυτοκινήτου περνάει από τις πόλεις των διαφόρων συντεχνιών, όπου οι εκπρόσωποι της κάθε συντεχνίας εμπλουτίζουν σταδιακά τη «δικογραφία» με το δικό τους σκεπτικό για την ενοχή ή μη του, παρόλα αυτά, αθώου κατάδικου. Το ταξίδι από την Καβάλα ώς τους πρόποδες των Πυρηναίων, μέσω του Αίμου, των Καρπαθίων, της κοιλάδας του Δούναβη και των Άλπεων, είναι γεμάτο εκπλήξεις, με αποκορύφωμα τα συμβάντα στον τελικό προορισμό του (αφού δεν θα υπάρξει καμία αθωωτική ψήφος). Ήδη όμως αυτό το περίγραμμα της πλοκής αφήνει να διαφανούν κάποιες από τις σοβαρές αδυναμίες του μυθιστορήματος.

Ένας φανταστικός κόσμος, για να είναι πειστική έκφραση μιας θετικής ή αρνητικής ουτοπίας, πρέπει να βασίζεται σε αληθοφανείς και οπωσδήποτε σαφείς και συνεπείς μεταξύ τους παραδοχές. Σ’ αυτό η συγγραφέας απέτυχε πλήρως. Πώς να φανταστούμε μια ψυχοπνευματική μετάλλαξη που έγινε ταυτόχρονα σε ολόκληρο τον πληθυσμό της Ευρώπης και οδήγησε εν μια νυκτί σε αλλαγή καθεστώτος; Πώς νοείται η λατρεία του θανάτου, όταν οι πιστοί του δεν φαίνεται να ζουν πολύ διαφορετικά από τους προγόνους τους, που δεν τον λάτρευαν; Πώς καταδικάζεται σε θάνατο ένας άνθρωπος σε μια κοινωνία όπου η συγγραφέας μάς λέει ότι δεν ισχύει η θανατική ποινή; Τι σόι «υπερσύγχρονη τεχνολογία» διαθέτει αυτή η Ευρώπη, καταπώς μας διαβεβαιώνει η συγγραφέας, όταν υπάρχουν συντεχνίες όπως των σιδεράδων, όταν οι λόγιοι γράφουν με μελάνι σε περγαμηνές και οι ψηφοφόροι πρέπει να περιμένουν στις ερημιές ένα αυτοκίνητο-κάλπη για να ψηφίσουν; Μάλλον μεσαίωνα θυμίζει η εικόνα που φιλοτεχνεί η Μπουραζοπούλου. Κι έπειτα, τι δημοψήφισμα είναι αυτό, ακόμα και αν παραβλέψουμε την απίθανη σύλληψη και διαδικασία του, όταν οι όροι διεξαγωγής του αλλάζουν ολοένα στην πορεία του, αφού η κοινοποίηση της ετυμηγορίας της κάθε συντεχνίας επηρεάζει τους επόμενους ψηφοφόρους; Με τις εκβιασμένες και ασύνδετες επινοήσεις της η Μπουραζοπούλου υπονόμευσε το σχέδιό της.

Το οδοιπορικό στην Ευρώπη θα μπορούσε να έχει το ενδιαφέρον ενός μυθιστορήματος δρόμου, αν οι πόλεις από τις οποίες διέρχεται – η Ντομπρέτα (και όχι Ντρομπέτα, όπως τη γράφει η συγγραφέας) και το Μπρασόβ στη Ρουμανία, η Βουδαπέστη, το Γκρατς, η Βαρκελώνη και οι άλλες – είχαν κάποια σημεία αναφοράς στις αντίστοιχες σημερινές πόλεις. Αυτό όμως δεν συμβαίνει, πρόκειται για εντελώς φανταστικά τοπία και οι εξαντλητικές περιγραφές τους κουράζουν. Σ’ αυτό συμβάλλει και το μονότροπο ύφος, με μόνη εξαίρεση τη στάση στη Βουδαπέστη (έδρα της συντεχνίας των καλλιτεχνών), όπου η αφήγηση παίρνει τη μορφή μιας σουρεαλιστικής θεατρικής ονειροφαντασίας, ομολογουμένως απολαυστικής.

Τα μελλοντολογικά μυθιστορήματα σχολιάζουν στην πραγματικότητα το παρόν. Παρουσιάζουν ως τετελεσμένες πιθανές εξελίξεις που φαίνεται να κυοφορεί η σημερινή εποχή και τις προεκτείνουν ώς τις ακραίες συνέπειές τους, για να προειδοποιήσουν ή (σήμερα σπάνιο αυτό) να εκφράσουν αισιοδοξία για το μέλλον. Κάτι τέτοιο όμως δεν ισχύει εδώ. Ο κόσμος που φαντάζεται η Μπουραζοπούλου δεν έχει κανένα σημείο επαφής, καμιά γενεαλογική συγγένεια, κανενός είδους ανταπόκριση με τη σημερινή Ευρώπη. Είναι προϊόν παρθενογένεσης, μιας θαυματουργής, στιγμιαίας μεταβολής, που ούτε έλυσε ούτε όξυνε παλιά προβλήματα, απλώς αποτέλεσε τη βάση για μια εντελώς διαφορετική (σίγουρα όχι ζηλευτή) οργάνωση της κοινωνίας. Η λατρεία του θανάτου θα μπορούσε, βέβαια, να σχολιάζει μια νεκρόφιλη ροπή που όντως υπάρχει στον όψιμο δυτικό πολιτισμό, αλλά όπως τη χειρίζεται (ή μάλλον δεν τη χειρίζεται) η συγγραφέας δεν σημαίνει τίποτα. Το θέμα της «ένοχης αθωότητας», που υπαινίσσονται ο τίτλος και το οπισθόφυλλο του βιβλίου, είναι ασφαλώς ενδιαφέρον, αλλά με τους εξεζητημένους όρους που τίθεται εδώ δεν μπορεί να βρει πειστική διαπραγμάτευση και τελικά εξατμίζεται.

Τι μένει τότε ως ουσία από αυτό το μυθιστόρημα; Η απάντηση υποδεικνύεται από τη σχέση των δύο πρωταγωνιστών και υπογραμμίζεται από το ενοχλητικά διδακτικό τέλος του μυθιστορήματος: τέχνη και φιλοσοφία οφείλουν να συνεργάζονται και να αλληλοσυμπληρώνονται στη διερεύνηση των μυστηρίων του θανάτου, αλλά και της ζωής. Μια ιδέα όχι τόσο πρωτότυπη ώστε να χρειάζεται μια τόσο τραβηγμένη ιστορία για να εκφραστεί.