Εναν χρόνο μετά την «Αλλαγή» και τη διακυβέρνηση της χώρας από το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου, τα άγχη ζώνουν τον ταλαντούχο και πολυγραφότατο συνθέτη Χρήστο Νικολόπουλο. Ο δημιουργός βρίσκεται στο στούντιο, γράφει τον δίσκο «Παίξε Χρήστο επειγόντως» σε στίχους του Μανώλη Ρασούλη με Ελένη Βιτάλη, Δημήτρη Κοντογιάννη και Πασχάλη Τερζή, όμως ένα τραγούδι δεν μπορεί κανείς ή δεν θέλει να το πει.
Είναι το «Με τα φώτα νυσταγμένα» («Νταλίκες») που, κατόπιν προτροπής και επιμονής της γυναίκας του Τασούλας, τελικά συμπεριλαμβάνει στο άλμπουμ. Ο Νικολόπουλος δοκιμάζει πολλούς τραγουδιστές αλλά λύση δεν βρίσκει. Ενα πρωί σε μια συνάντηση που έχει με την Αλεξίου στο στούντιο, γίνεται η εξής στιχομυθία:
– Χαρούλα πού βρίσκεται ο αδελφός σου;
– Εχει κάνει μαγαζί στην Κέρκυρα και έχει οργανώσει την ζωή του εκεί.
– Δεν μου δίνεις το τηλέφωνό του, μήπως θέλει να ερμηνεύσει το «Με τα φώτα νυσταγμένα»;
Και έτσι γίνεται. Ο Νικολόπουλος τηλεφωνεί στον Γιώργο Σαρρή και τον καλεί να πει το τραγούδι του δίσκου – οι προθεσμίες της δισκογραφικής εταιρείας Minos εξάλλου πιέζουν. Ο Σαρρής, αδελφός της Αλεξίου, δεν έρχεται απ’ το πουθενά. Κι αυτό γιατί μπορεί απ’ το 1978 να έχει σταματήσει το τραγούδι, υπήρξε όμως περιζήτητος για τα σεγκόντα και τις δεύτερες φωνές του λόγω των μεγάλων ερμηνευτικών του δυνατοτήτων.
Ο θάνατος της μητέρας του όμως και διάφορες απογοητεύσεις τον έχουν κάνει να αλλάξει επάγγελμα και την ώρα του τηλεφωνήματος διατηρεί μαγαζί με τουριστικά είδη και δώρα στην Κέρκυρα. Ας δούμε όμως πώς θυμάται ο ίδιος τις στιγμές και πώς τις αφηγείται στα «ΝΕΑ»:
«Μου τηλεφωνάει, λοιπόν, τότε ο Νικολόπουλος στην Κέρκυρα και με καλεί να συμμετάσχω με το εν λόγω κομμάτι στον δίσκο. Εγώ εκείνες τις ημέρες ήταν να κατέβω στην Αθήνα αφού ήταν η αρχή της σεζόν, ήταν Μάρτιος, και ήθελα να ψωνίσω εμπόρευμα. Παίρνω το πράσινο βαν που είχα λοιπόν, που ανέγραφε Ολυμπος από μια προηγούμενη επιχείρηση που διατηρούσα με πλυντήρια και ιματισμούς ξενοδοχείων, και κατέβηκα.
Πήγα στο στούντιο της Columbia και το είπα μια κι έξω. Μου το έπαιξε βέβαια μια φορά ο Νικολόπουλος, αλλά ήταν λες και το τραγούδι με έφερε πίσω στο επάγγελμα. Τελικά είπα και άλλα τέσσερα κομμάτια και μάλιστα μέσα σε τρεις ώρες. Τότε επέστρεψα στην Κέρκυρα. Τον Νοέμβριο κατέβηκα πάλι στην Αθήνα και πήγα στα μπουζούκια με την παρέα μου, συγκεκριμένα στο κέντρο “Αθήνα” στη Συγγρού που τραγουδούσε ο Γιώργος Καμπουρίδης. Ξαφνικά άκουσα να ερμηνεύει τις “Νταλίκες”. Λέω από μέσα μου: Ρε, πού το ξέρω αυτό το τραγούδι; Τρελάθηκα. Και κάπου τότε αρχίζει να γίνεται επιτυχία».
Το τραγούδι σχεδόν αμέσως κάνει την υπόγεια διαδρομή του και εκτοξεύει τη φήμη του Γιώργου Σαρρή στο πανελλήνιο. Είναι τότε που οι τύποι με τα ζιβάγκο ή τα σακάκια με τις βάτες το χορεύουν ζεϊμπέκικο, ο στίχος «το σακάκι σου στον ώμο να κρατάς» κάνει πολλούς να το χορεύουν και με βγαλμένο σακάκι και οι «Νταλίκες», όπως μετονομάζει το σουξέ ο κόσμος, περνάνε στην ιστορία.
Ο Γιώργος Σαρρής πιάνει δουλειά στον «Ζυγό» με την Αλεξίου, τη Γαλάνη και τον Κώστα Καράλη, ενώ το 1982 κάνει και τον πρώτο του προσωπικό δίσκο με τον Νικολόπουλο με τον τίτλο – τι άλλο; – «Νταλίκες» όπου συμπεριλαμβάνεται εκ νέου το τραγούδι. Οι «Νταλίκες» δίνουν το όνομά τους και σε νυχτερινό κέντρο στο Γαλάτσι (υπάρχει και τραγούδι των Νικολόπουλου – Λευτέρη Παπαδόπουλου με τον Βελή αφιερωμένο στο εν λόγω μαγαζί), σε ταινία μικρού μήκους το 2001 της Κωνσταντίνας Βούλγαρη με τον Ιεροκλή Μιχαηλίδη και με τίτλο «Με τα φώτα νυσταγμένα», ενώ τον Σεπτέμβριο 2010 σε απεργιακή διαδήλωση ιδιοκτητών φορτηγών και βυτιοφόρων οι απεργοί το τραγουδούν εν χορώ και μάλιστα ένας το χορεύει στην άσφαλτο. Στις «Νταλίκες» ο Ρασούλης αποτυπώνει μια πρώιμη αστική και εσωστρεφή ατμόσφαιρα. Τα «νυσταγμένα και βαριά φώτα» στους δρόμους της Αθήνας θα συγκινούν πάντα όσους ψάχνουν να βρουν κάτι στη ζωή τους. Και μόλις ξεκίνησαν.