Ο Πιέρο Μελογκράνι, ιταλός διανοούμενος και πολιτικός, εκτός από τη μουσική και την ιστορία, την οποία δίδασκε στο Πανεπιστήμιο της Περούτζια για παραπάνω από είκοσι χρόνια, αγαπάει και τα μυστικά, ή μάλλον την αποκάλυψη αυτών. Σε τέτοιο σημείο (ένα από τα πιο ωραία βιβλία του έχει τον τίτλο «Τα ψέματα της Ιστορίας» – Le bugie della storia, Milano: Mondadori, 2006) ώστε έγραψε πρόσφατα, μεταξύ των άλλων, μια ενδιαφέρουσα βιογραφία για τον Μότσαρτ, η οποία συζητήθηκε πολύ.
Σύμφωνα με τον ιταλό ιστορικό εκείνο το «Ρέκβιεμ» Κ626, το τελευταίο έργο του μεγάλου συνθέτη, αποτελεί το μυστήριο ενός ανολοκλήρωτου αριστουργήματος. Ενα μυστήριο που στο πέρασμα του χρόνου δίχασε ιστορικούς και μουσικολόγους, τροφοδότησε εικασίες και αναθέρμανε τα πάθη.
Η υπόθεση έχει ως εξής: τον Ιούλιο του 1791, σε ηλικία τριάντα πέντε ετών, ο Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ δέχεται από έναν αγνώστων στοιχείων διαμεσολαβητή παραγγελία για να γράψει ένα ρέκβιεμ. Αρχίζει να συνθέτει, αλλά να συνεχίσει μπορεί μόνο ύστερα από μήνες αφότου έχει ολοκληρώσει την όπερα «Η μεγαλοψυχία του Τίτου» και τον «Μαγικό Αυλό». Οταν όμως γύρω στα μέσα Σεπτεμβρίου επιστρέφει από την Πράγα στη Βιέννη για να εργαστεί, η υγεία του έχει αρχίσει να χειροτερεύει.
Οσοι έχουν δει την εκπληκτική ταινία του Μίλος Φόρμαν «Αμαντέους» με τον εξίσου εκπληκτικό Τομ Χαλς στον πρωταγωνιστικό ρόλο, θα θυμούνται ίσως τη δημιουργικότητα που επικρατούσε εκείνους τους τελευταίους μήνες της ζωής του συνθέτη στην παγωμένη κατοικία του στη Βιέννη. Αν και εξασθενημένος, ο ιδιοφυής μουσικός καταφέρνει να ολοκληρώσει μέσα σε μόλις δύο μήνες ακόμη τέσσερις συνθέσεις, αλλά η υγεία του βρίσκεται σε τραγική κατάσταση.
Από τις 20 Νοεμβρίου είναι ακινητοποιημένος στο κρεβάτι του, αλλά συνεχίζει να δουλεύει πάνω στο «Ρέκβιεμ». Τελευταία φορά που ο Μότσαρτ ασχολείται με αυτό είναι το απόγευμα της 4ης Δεκεμβρίου 1791. Την επόμενη νύχτα ο εξαιρετικός συνθέτης θα πεθάνει. Διακόσια χρονιά μετά και τα ερωτήματα γύρω από την τελευταία, μοιραία σύνθεσή του συνεχίζουν να προκαλούν και να σαγηνεύουν. Ποιος ήταν αυτός που ανάθεσε το έργο στον Μότσαρτ; Ηταν όντως ο φθονερός Σαλιέρι, όπως μας έδειξε ο Φόρμαν στην ταινία του, ή κάποιος άλλος; Και κυρίως, ποιος ολοκλήρωσε το πασίγνωστο έργο του αυστριακού μουσικού;
Σύμφωνα με τον Μελογκράνι, ο μεσάζων ήταν σχεδόν σίγουρα ο Γιόχαν Πούχμπεργκ, έμπορος και πιστωτής του συνθέτη, που του ανέθεσε το «Ρέκβιεμ» ύστερα από απαίτηση του κόμη Φραντς Βάλτσεγκ-Στούπαχ. Το ποσό που συμφωνήθηκε, 400 φιορίνια, ήταν πολύ υψηλό, σχεδόν ισότιμο με εκείνο που είχε δεχτεί ο Μότσαρτ για τους «Γάμους του Φίγκαρο» αλλά δικαιολογείται, καθώς ο συνθέτης γνώριζε πως ο κόμης θα παρουσίαζε το έργο ως δικό του – ένδειξη της απόλυτης αφοσίωσης και του σεβασμού του προς τη σύζυγό του που είχε πεθάνει πρόσφατα.
Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο όμως, ο Μότσαρτ όφειλε επιπλέον να περιοριστεί και να αποφύγει οτιδήποτε το ιδιοφυές στη σύνθεσή του ώστε να μην αποκαλυφθεί. Να αρνηθεί την ανάθεση δεν μπορούσε καθώς ήταν καταχρεωμένος προς τον Πούχμπεργκ με ένα πολύ μεγαλύτερο ποσό από αυτό που είχε δεχθεί. Τελικά, ο νεαρός μουσικός θα απαλλαγεί από το μπέρδεμα αυτό, πεθαίνοντας και αφήνοντας το «Ρέκβιεμ» ανολοκλήρωτο.
Ποιος όμως το ολοκλήρωσε; Το μοναδικό τμήμα του Ρέκβιεμ που ο Μότσαρτ έγραψε ολόκληρο – όπως υποστηρίζει ο ιταλός ιστορικός και επιβεβαιώνει ο Μπέρνχαρντ Παουμγκάρτνερ, ερευνητής, συνθέτης και διευθυντής του Mozarteum του Ζάλτσμπουργκ για παραπάνω από σαράντα χρόνια – είναι το Introitus Requiem Aeternam. Πέντε λεπτά δηλαδή, από τα πενήντα που διαρκεί συνολικά το «Ρέκβιεμ». Και εν μέρει δικά του είναι το «Kirie» και η «Lacrimosa». Το υπόλοιπο το συνέθεσαν ή το ολοκλήρωσαν, πιθανώς βασισμένοι σε σημειώσεις και υποδείξεις του συνθέτη, μερικοί μαθητές και βοηθοί του, μεταξύ των οποίων ο Φραντς Σούσμαϊρ, ο Φραντς Φραϊστάντλερ και ο Γιόζεφ Εϊμπλερ, τους οποίους είχε συγκεντρώσει όλους μαζί, γι’ αυτόν ακριβώς τον σκοπό, η σύζυγος του Μότσαρτ, Κονστάντσε.
Το τελικό αποτέλεσμα ουσιαστικά ήταν πλαστό, από την άλλη όμως αυτό ήταν και το επιθυμητό αποτέλεσμα της ανάθεσης του κόμη Βάλτσεγκ. Αυτό που ήλπιζαν οι μαθητές του ήταν να έχουν ολοκληρώσει ένα έργο μες στο οποίο οι ακροατές θα μπορούσαν να διακρίνουν εδώ κι εκεί κάποια ίχνη της διάνοιας του δασκάλου τους. Και από ό,τι φαίνεται το κατάφεραν. Παρά τις χοντράδες και τις κοινοτοπίες (σχετικές προφανώς) που οι ειδικοί εντόπισαν στην τελική σύνθεση, μια fusion θα λέγαμε σήμερα, το «Ρέκβιεμ» εμπεριέχει αδιαμφισβήτητα ένα μικρό μέρος του ταλέντου του μεγάλου δασκάλου, τόσο ισχυρού ώστε σήμερα, 200 χρόνια μετά, να συνεχίζει να μας συγκινεί.