Συχνά τίθεται το ερώτημα αν η δημόσια ακίνητη περιουσία είναι τελικά άνθρακες ή θησαυρός. Το ερώτημα ωστόσο τίθεται σε λάθος βάση. Η δημόσια ακίνητη περιουσία είναι και άνθρακες και θησαυρός.

Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Την τελευταία δεκαετία και πριν από την οικονομική κρίση κανείς από το πολιτικό σύστημα δεν είχε ασχοληθεί σοβαρά με το θεμελιώδες ζήτημα της αξιοποίησης της δημόσιας ακίνητης περιουσίας. Το τεράστιο χαρτοφυλάκιο ακινήτων της Κτηματικής Εταιρείας του Δημοσίου υπήρχε για να εξυπηρετεί τους ΟΤΑ και να δίνει ad hoc λύσεις στις ανάγκες στέγασης των υπουργείων ή άλλων φορέων του Δημοσίου. Μεταξύ όλων αυτών η εταιρεία κατέβαλλε φιλότιμες προσπάθειες να αξιοποιεί (μισθώνει, εκποιεί) ακίνητα, προσπαθώντας παράλληλα να περνάει απαρατήρητη, με δράσεις χαμηλής έντασης, χωρίς να προκαλεί την εντύπωση ότι ξεπουλάει τη δημόσια περιουσία.

Ωστόσο, τα πράγματα άλλαξαν στο διεθνές και εγχώριο οικονομικό περιβάλλον και αίφνης όλοι διαπίστωσαν το αυτονόητο, ότι η ΚΕΔ διαθέτει ένα χαρτοφυλάκιο 71.000 ακινήτων αξίας πολλών δισεκατομμυρίων ευρώ. Ετσι, με τον ίδιο πρόχειρο τρόπο που σχεδιάζονται τα πάντα στην Ελλάδα σχεδίασαν και τη σωτηρία της χώρας από τη δημοσιονομική κρίση. Με έναν απλό, μαγικό τρόπο βρέθηκαν δισεκατομμύρια από την αξιοποίηση της δημόσιας ακίνητης περιουσίας.

Αν ρίξουμε όμως μια πιο προσεκτική ματιά σ’ αυτό το χαρτοφυλάκιο, θα διαπιστώσουμε ότι το 22,75% της καταγεγραμμένης ακίνητης περιουσίας του υπουργείου Οικονομικών είναι άγνωστο, δηλαδή υπάρχουν ελλιπή στοιχεία που δεν τεκμηριώνουν την ακριβή θέση και το μέγεθος του ακινήτου. Ενα μικρό ποσοστό, 2,39%, είναι αμφίβολο, δηλαδή δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία που να το καθιστούν δημόσιο ακίνητο, ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της δημόσιας ακίνητης περιουσίας, 40,04%, είναι καταπατημένο, ενώ το 12,41% είναι ήδη παραχωρημένο. Λαμβάνοντας υπόψη και τα υπόλοιπα διαθέσιμα στοιχεία, διαπιστώνουμε πως ένα πολύ μικρό μέρος της συνολικής δημόσιας περιουσίας, το 13,47%, είναι πραγματικά ελεύθερο προς αξιοποίηση, με το μεγαλύτερο μέρος των ακινήτων να έχει νομικά ή άλλα προβλήματα.

Ωστόσο, πρέπει να λάβουμε υπόψη και το ποιοτικό μέγεθος του προβλήματος. Το γεγονός ότι μόλις το 13,47% των καταγεγραμμένων ακινήτων είναι ελεύθερο προς αξιοποίηση δεν μας παρέχει καμία πληροφορία για τα ποιοτικά χαρακτηριστικά τών εν λόγω ακινήτων. Εάν, για παράδειγμα, τα ακίνητα βρίσκονται σε μια άγονη ορεινή περιοχή χωρίς τη δυνατότητα εμπορικής, τουριστικής ή άλλης αξιοποίησης ή εάν είναι παραθαλάσσια ή εμπορικά ακίνητα με μεγάλες προοπτικές αξιοποίησης. Συνήθως, τα καταπατημένα ή παραχωρημένα ή ήδη μισθωμένα ακίνητα είναι αυτά με την υψηλότερη αξία χρήσης και τα ελεύθερα τα ακίνητα χαμηλού ενδιαφέροντος – χωρίς η παραπάνω παρατήρηση να μας οδηγήσει στο λανθασμένο συμπέρασμα πως σήμερα δεν υφίστανται πραγματικές δυνατότητες αποδοτικής αξιοποίησης της δημόσιας ακίνητης περιουσίας ή πως δεν υπάρχουν πλέον στο χαρτοφυλάκιο του Δημοσίου ακίνητα υψηλής αξίας. Με βάση τα παραπάνω μπορούμε μόνο να εικάσουμε ποια είναι η πραγματική συνολική αξία της δημόσιας ακίνητης περιουσίας συμπεριλαμβανομένων των καταπατημένων. Και αυτό διότι οποιαδήποτε προσέγγιση, λόγω του τεράστιου αριθμού των ακινήτων, δεν μπορεί παρά να περιέχει αστοχίες και σημαντικές αποκλίσεις από τις πραγματικές τιμές. Η αναζήτηση όμως μιας ενδεικτικής τιμής για το συνολικό ύψος της ακίνητης περιουσίας του Δημοσίου δεν θα μας βοηθήσει στην αξιοποίησή της. Στην παρούσα φάση πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στην αξιοποίηση και όχι στην ομφαλοσκόπηση.

Η δημόσια ακίνητη περιουσία είναι πράγματι ένας αναξιοποίητος θησαυρός, ο οποίος για να αποδώσει τα αναμενόμενα χρειάζεται σοβαρά επιχειρησιακά σχέδια, συγκεκριμένους στόχους, νομοθετικές παρεμβάσεις και κυρίως την πολιτική βούληση τα επιχειρησιακά σχέδια να υλοποιηθούν. Η αξιοποίηση της δημόσιας ακίνητης περιουσίας μπορεί να έχει μακροπρόθεσμα και σταθερά οφέλη για την ελληνική οικονομία. Μπορεί να δημιουργήσει θέσεις εργασίας, σταθερό ετήσιο έσοδο από τα μισθώματα και κυρίως φορολογικά έσοδα από την επιγενόμενη οικονομική δραστηριότητα. Ωστόσο, όλα τα παραπάνω απαιτούν συγκεκριμένο και όχι βέβαια γενικόλογο σχεδιασμό. Ειδάλλως, το χαρτοφυλάκιο ακινήτων του Δημοσίου, όποια και αν είναι η αξία του, είναι μόνον άνθρακες.

Ο Βασίλης Μαγκλάρας είναι αναπληρωτής επιστημονικός διευθυντής στο ΙΣΤΑΜΕ Ανδρέας Παπανδρέου