Περνούν οι µέρεςµε τους «αγανακτισµένους»στις πλατείες, µεγαλώνει σταθερά ο αριθµός τους στα κυριακάτικα «ραντεβού», ξεπέρασαν τους 150.000 τις προάλλες.

Λίγο οι νηφαλιότερες εκτιµήσεις, περισσότερο ίσως η διάρκεια του φαινοµένου και το µέγεθος, έκαναν να µπει σωφρόνως (διάβαζε: καιροσκοπικώς) στο ψυγείο η µεµψιµοιρία, που συχνότατα πήρε τη µορφή ιερής οργής. Οργής για τους «αγανακτισµένους», που σάµπως δεν είναι, λέει, οι ίδιοι που ψήφιζαν αυτούς τους οποίους τώρα µουντζώνουν, και τους παρακαλούσαν για διορισµό, και τώρα που βρέθηκαν άνεργοι ή µε πετσοκοµµένες αποδοχές θα έκαναν, λέει, τα πάντα για να ξαναπροσληφθούν κάπου χατιρικά, και εν ολίγοις αγανακτούν γιατί δεν έχουν οι πολιτικοί άλλα λεφτά, να τα φάνε πάλι µαζί!

Πλάι σ’ αυτή την κοινωνιολογούσα µήνιν, υπάρχει και η ακραιφνώς πολιτικοϊδεολογική, ότι δεν λένε τίποτα καινούριο οι «αγανακτισµένοι», ούτε προτείνουν λύσεις, και βαράν τις κατσαρόλες, που έφεραν τη δικτατορία στη Χιλή, και άκουσον άκουσον µουντζώνουν («η µούντζα είναι η χυδαιότερη των χειρονοµιών», έγραψε κατασκανδαλισµένος συγγραφέας!), απαξιώνοντας πολιτικούς, θεσµούς και δηµοκρατία, και στρώνοντας, λέει, το χαλί για εκτροπές!

Λίγοι αναγνώρισαν το προφανές και αναπόφευκτο, πόσο ετερόκλητο είναι το πλήθος, µε τη γνωστή πια διάκριση σε «πάνω πλατεία», µε τις µούντζες, και σε «κάτω», µε την αυτοοργάνωση,και ακόµα λιγότεροι κατάλαβαν πως η δυναµική του γεγονότος είναι το ίδιο το γεγονός.

Εν πάση περιπτώσει, ο διαχωρισµός σε πρόβατα και σε ερίφια έφερε τις θωπείες προς τους φιλειρηνικούς διαδηλωτές, σαν µέτρο αντικειµενικότητας που επιτρέπει ακριβώς τη στηλίτευση των «ταραξιών».

Προφανώς και δεν ανήκω ιδεολογικά στην «πάνω» πλατεία, ούτε θεωρώ τη µούντζα πολιτική πράξη. Όµως, τι πολιτική µπορεί να είναι τώρα απ’ τη µεριά µας ο εσαεί στιγµατισµός αυτού που διορίστηκε µε µέσο, στην κατά τα άλλα αξιοκρατική µας κοινωνία, η άρνησή µας, παραπέρα, να αναγνωρίσουµε το δικαίωµά του στην απόγνωση, ιδίως αν ψήφισε –όπως και λογικά θα ψήφισε– «αυτούς τους οποίους µουντζώνει», και έτσι «δεν δικαιούται διά να οµιλεί».

Κατά τα άλλα, και για να πάµε στην ουσία, οι ίδιοι οι πολιτικοί απαξιώνουν οι µεν τους δε, µε τη µεγαλύτερη ωµότητα, ενώ παράλληλα απαξιώνουν οι ίδιοι και γελοιοποιούν θεσµούς, κοινοβούλιο και κοινοβουλευτική δηµοκρατία.

∆ηµοσιογράφοι, διανοούµενοι, αναλυτές, απαξιώνουν επίσης οι µεν τους δε, και προπάντων, εννοείται, τους πολιτικούς, ενώ ειδικά οι τηλεοπτικοί δηµοσιογράφοι τούς προπηλακίζουν, µε τον ωµότερο πάλι τρόπο.

Όµως το ίδιο «δικαίωµα» δεν αναγνωρίζεται στο πόπολο.

Το θέµα φυσικά δεν είναι ότι δεν οφείλουµε να καταδικάσουµε, όταν η αποδοκιµασία παίρνει µορφές ακραίες· είναι όµως άλλο η καταδίκη και άλλο η τάχα κατάπληξη, και από κει η ηθική αγανάκτηση· οπότε, στη λογική του φαύλου κύκλου, υπερβάλλουµε σε απαξιωτικούς κτλ. χαρακτηρισµούς, ώστε την επόµενη φορά οι αντιδράσεις αυτών που δεν έχουν επιτέλους µέσο όπως εµείς να εκφραστούν να είναι ακόµη αγριότερες –και απέναντι σ’ εµάς, φυσικά. Βεντέτα!