Ο Γιάννης Μακριδάκης επιστρέφει για να πει τη συγκινητική ιστορία ενός θαλασσόλυκου που πεθαίνει στη θάλασσα. Η καινούργια νουβέλα του με τίτλο «Λαγού μαλλί» είναι όμως και το πρώτο λογοτεχνικό κείμενο που, έστω και έμμεσα, κάνει θέμα του την κρίση και το Μνημόνιο.


Στην εκρηκτική περσινή ταινία του Γκασπάρ Νοέ Εnter the Void, η κάμερα μπαίνει στο κεφάλι του πρωταγωνιστή που σκοτώνεται στα πρώτα λεπτά, και από εκεί και μετά ακολουθεί την ψυχή του. Με ένα ψευτομονοπλάνο που το κάνει εφικτό η σύγχρονη ψηφιακή τεχνολογία (είναι δηλαδή λιγότερο Αγγελόπουλος και πολύ περισσότερο ηλεκτρονικό παιχνίδι), η ψυχή πηγαινοέρχεται στον χώρο και τον χρόνο: βλέπει την κηδεία του σώματος όπου πριν κατοικούσε και ακούει όσα λένε γύρω του, γυρίζει πίσω, ξαναβλέπει στιγμές της ζωής του κι ακούει ξανά τη φωνή του να μιλάει στους άλλους· κάτι περισσότερο από φλασμπάκ, η κάμερα αναπλάθει μια διάσταση όπου όλες μαζί οι ιστορίες που ορίζουν έναν άνθρωπο συνυπάρχουν ταυτόχρονα. Ετσι ξεκινά και η καινούργια νουβέλα του Γιάννη Μακριδάκη. Είμαστε στο φαΐ της παρηγοριάς μετά την κηδεία ενός μοναχικού θαλασσόλυκου, στο σκηνικό οι τέσσερις φίλοι του που μόλις τον κατευόδωσαν. Σαν μεταμοντέρνο μονοπλάνο, η αφήγηση τους τριγυρίζει, γλιστράει πίσω στη σκηνή της κηδείας, παρακολουθεί τις σκέψεις και τις κινήσεις τους, ακολουθεί τη θλίψη τους,ενθυμείται. Το σώμα του νεκρού κουβαλάει ακόμα τον απόηχο της ζωής του- και κυριολεκτικά: οι τέσσερις φίλοι αφουγκράζονται τα λόγια του καθώς κοιτάζουν ο ένας τον άλλον. Μικρή φόρμα, απίστευτη ένταση, αφηγηματική ευρεσιτεχνία, δεξιοτεχνική χρήση της ντοπιολαλιάς και του ναυτικού λεξιλογίου, θέμα στενό που όμως κλείνει το μάτι στη μεγάλη συγκυρία. Με έναν λόγο: πάλι κεντάει ο Μακριδάκης.

Αν όμως το ξεκίνησα απ΄ αλλού, Γκασπάρ Νοέ, ντίτζιταλ μονοπλάνα κ.τ.ό., είναι για να αποφύγω την πεπατημένη της κριτικής που έχει αντιμετωπίσει το φαινόμενο Γιάννης Μακριδάκης ως πετυχημένη επάνοδο σε παλιές καλές λογοτεχνικές συνταγές. Πίσω από τα βιβλία του χιώτη συγγραφέα, που εμφανίστηκε σχεδόν ξαφνικά πριν από τρία χρόνια κατακτώντας κοινό και κριτική, μπορεί αν το πιέσει να δει κανείς Μυριβήλη («Ανάμισης ντενεκές»), Παπαδιαμάντη («Στη δεξιά τσέπη του ράσου»), Ιωάννου («Ηλιος με δόντια»). Κάποιοι, φαντάζομαι, θα σπεύσουν να διαβάσουν το «Λαγού Μαλλί» ως συνέχεια από τα «Λόγια της Πλώρης» του Καρκαβίτσα, με ολίγη από λεξιλόγιο Καββαδία κι έμπνευση από το «Finnegans Wake» του Τζόις. Αστοχία, νομίζω.

Το χρονικό πλαίσιο της νουβέλας το καταλαβαίνει ο αναγνώστης προς το τέλος. Ο γεροθαλασσόλυκος Σίμος, ο επονομαζόμενος και Σφαντό (δηλαδή φάντασμα), έχει πεθάνει από συγκοπή μεσοπέλαγα μες στο καΐκι του στη Χίο την ημέρα που ο Γιώργος Παπανδρέου κάνει τις δηλώσεις για την υπαγωγή της χώρας στον Μηχανισμό Στήριξης από το Καστελλόριζο. Το καΐκι του Σίμου φτάνει ακυβέρνητο στα παράλια της Τουρκίας και κατάσχεται, αφήνοντας τους μοναδικούς φίλους του καπετάνιου να δώσουν γραφειοκρατική μάχη να επαναπατρίσουν νεκρό και πλεούμενο. Ετσι η κηδεία γίνεται τελικά δύο εβδομάδες αργότερα, την ημέρα της μεγάλης απεργίας στην Αθήνα. Καθώς μάλιστα η τελευταία επιθυμία του νεκρού εκπληρώνεται και το καΐκι γίνεται παρανάλωμα, η τηλεόραση δείχνει στιγμιότυπα από την τραγική πυρκαγιά στη Μαρφίν. Αυτή η διαφορά μεγεθών- κάποιος φροντίζει καντηλάκι ενώ γύρω του μαίνεται πυρκαγιά-, αυτή η προσήλωση στο μικρό όταν στη μεγάλη εικόνα διαδραματίζονται στιγμές σημαντικές, θυμίζει το προηγούμενο μπεστ σέλερ του Μακριδάκη, τη Δεξιά τσέπη του ράσου (όπου λαϊκός καλόγερος ανασταίνει νεογέννητα σκυλάκια, το τριήμερο που στην Αθήνα ψυχορραγεί ο Χριστόδουλος). Κι εδώ, όπως και στην Τσέπη, αυτό που στη μεγάλη εικόνα γίνεται μεταφορά, στα μικρά μεγέθη της καθημερινής ζωής κυριολεκτείται. Στην οθόνη ο Παπανδρέου μιλάει για την Ελλάδα σαν καράβι που κινδυνεύει και πρέπει να σωθεί από το ναυάγιο (και στο φόντο περνά δήθεν τυχαία καΐκι πράσινο)· την ίδια στιγμή οι ήρωες της νουβέλας ψάχνουν να σώσουν το χαμένο καΐκι του φίλου τους. Η Ελλάδα συζητά για εθνικό χρέος και αποπληρωμή και η αφήγηση θυμάται τις δυσκολίες του γεροψαρά με τις ταμειακές μηχανές, τους ελέγχους του Λιμενικού και τα ακριβά δίχτυα.