Μια πολυφωνική, πολιτική τριλογία με έντονα τα στοιχεία της αστυνομικής περιπέτειας και της κοινωνικής κριτικής. Με φόντο το Αλγέρι, τη Μασσαλία και, τώρα, το Παρίσι, ο συγγραφέας ανασυστήνει το κλίμα της ζόρικης δεκαετίας του 1960 παρακολουθώντας τη δράση και τις μετακινήσεις ενός ευαίσθητου «μπάτσου».


Το «Μαύρο Αλγέρι» (2006) ήταν μια έκπληξη για τους θιασώτες της νουάρ λογοτεχνίας, συνδυάζοντας με σοφή δοσολογία την ιστορική προοπτική, τη δραματική πλοκή και την αστυνομική δράση. Ο Μορίς Ατιά, γεννημένος το 1949 και μεγαλωμένος στο Αλγέρι, γνώρισε εκ του σύνεγγυς το κλίμα τρόμου και βίας γύρω του στη διάρκεια του αγώνα για ανεξαρτησία, όταν η κυβέρνηση του Ντε Γκολ αδυνατώντας να ελέγξει τη ροή των γεγονότων επισκιαζόταν από τη δράση ακροδεξιών οργανώσεων (κυρίως της ΟΑS). Ο συγγραφέας ανήκε στους «μαυροπόδαρους» (piedsnoirs), όπως οι Γάλλοι της μητρόπολης αποκαλούσαν τους συμπατριώτες τους της Αλγερίας και, όταν η οικογένειά του αναγκάστηκε να μετοικίσει, η «πόλη υποδοχής» τους ήταν η Μασσαλία: εκεί ο νεαρός Ατιά θα σπουδάσει Ιατρική, ειδικευόμενος στην Ψυχιατρική και αργότερα στην Ψυχανάλυση, και από εκεί θα «ανέβει» στο Παρίσι, όπου εκτός από τις κλινικές μελέτες του αρχίζει και τη συγγραφή σεναρίων και αστυνομικών ιστοριών. Ωστόσο, τα γεγονότα της Αλγερίας και οι δυσκολίες της δεκαετίας του 1960 έχουν σφραγίσει τον ίδιο και τη γενιά του και, αποφασίζοντας να ξεκλειδώσει τις μνήμες, να ανασυστήσει την ένταση και την ατμόσφαιρα της εποχής διαβάζοντας τη μεγάλη Ιστορία μαζί με τις πολλές μικρές, προσωπικές ιστορίες, βρίσκει τον αυθεντικό τόνο της γραφής του. Αυτή η δύσκολη διπλή ανάγνωση (της Ιστορίας μέσα στις ιστορίες) φιλτράρεται κυρίως μέσω του αστυνόμου Πάκο Μαρτίνεθ, με αριστερές οικογενειακές καταβολές, γιου ισπανού αναρχικού.

Η «κόκκινη Μασσαλία» (2007), ως οργανική συνέχεια του πρώτου βιβλίου, μεταφέρει τον Πάκο επί γαλλικού εδάφους: ο πόλεμος της Αλγερίας έχει τελειώσει, αλλά το πνεύμα της εξέγερσης συνεχίζεται, η φοιτητική νεολαία ασφυκτιά κάτω από το γκολικό καθεστώς, οι αριστερίστικες οργανώσεις ανθούν και πολλαπλασιάζονται- το πνεύμα του Μάη του ΄68 είναι παρόν. Ο Ατιά κατορθώνει να δώσει τον σφυγμό της Μασσαλίας ως κομβικής πόλης στην ταραγμένη Γαλλία, γνωρίζοντας άριστα το πολιτικοκοινωνικό κλίμα της εποχής.

Ο συγγραφέας κλείνει με το παρόν μυθιστόρημα την αστυνομική τριλογία του μετατοπίζοντας τη δράση στο έντονα πολιτικοποιημένο Παρίσι της δεκαετίας του 1970. Ο ίδιος ο τίτλος παραπέμπει στον κόσμο του κινηματογράφου που διαστίζει το κείμενο: το «Ρaris Βlues» υπήρξε μια επιτυχημένη ταινία αντιρατσιστικού σχολιασμού του Μartin Ritt (1961). Ο σινεφίλ Πάκο, ουσιαστικά ξένος και απροσάρμοστος στη γαλλική πρωτεύουσα, εντέλλεται από την υπηρεσία του να εξιχνιάσει τον περίεργο φόνο ενός τεχνικού κινηματογραφικών προβολών στο Πανεπιστήμιο της Βενσέν, που μόλις έχει αρχίσει να λειτουργεί πειραματικά στο πλαίσιο της σχεδιαζόμενης πανεπιστημιακής αποκέντρωσης και εκτόνωσης των φοιτητικών ταραχών. Προς τούτο θα εισχωρήσει στις σκληροπυρηνικές αριστερίστικες ομάδες ως μαοϊκός της Προλεταριακής Αριστεράς, δυναμικής οργάνωσης στο πλάι της οποίας συνοδοιπορούσε τότε σχεδόν σύσσωμη η παρισινή διανόηση.

Νέα εποχή

Με ματιά κοινωνικού ανθρωπολόγου, ο Ατιά καταγράφει το πυρετώδες κλίμα των φοιτητικών συνελεύσεων, διαδηλώσεων, ατέρμονων συζητήσεων και επαναστατικής γυμναστικής- κατάλοιπα του πρόσφατου ανατρεπτικού Μάη· συνάμα, πίσω από αυτόν τον πολύχρωμο και πολύβουο κόσμο, αναδεικνύει το σκοτεινό, κυνικό παρασκήνιο που εκμεταλλεύεται το γενικευμένο αίτημα χειραφέτησης και σεξουαλικής απελευθέρωσης (στους κόλπους άλλωστε ενός κυκλώματος διακίνησης πορνογραφικού υλικού θα διαπραχθεί ο εναρκτήριος φόνος).

Η αρχή της νέας αυτής δεκαετίας αλλάζει δραστικά το πρόσωπο του Παρισιού: το «στομάχι» της πόλης, οι κεντρικές αγορές ανεφοδιασμού τροφίμων (Les Ηalles, κρεαταγορά, λαχαναγορά κ.λπ., με το σύνολο των μικρομάγαζων και σιναφιών γύρω τους) μεταφέρονται επίσης στα περίχωρα αφήνοντας πίσω τους για χρόνια μια τεράστια χαίνουσα τρύπα σαν σύμβολο της ρήξης με τα παλιά. Το σημαίνον αυτό κενό θα καλυφθεί αργότερα με το έμβλημα της «νέας εποχής», ένα τεράστιο αντλιοστάσιο με ορατούς τους σωλήνες, τους κυλίνδρους, τις μηχανές του, μια διάφανη «κοιλιά» της νεωτερικότητας, τοΚέντρο Πομπιντού . Ο Πάκο κατοικεί ακριβώς σε αυτή τη συνοικία όπου εμφανίζονται τα πρώτα sex shops και γνωρίζει σταδιακά το Παρίσι γειτονιά προς γειτονιά, μέσα από δρόμους, κινηματογράφους, μπιστρό και στέκια, λίγο πριν η ανθρωπογεωγραφία του αλλάξει ριζικά όψη.