Αραγε προφέρονται σήμερα ακόμα μακρά και βραχέα, ζει ακόμα η προσωδία της αρχαίας ελληνικής μέσα στη νέα; Και οι Αλεξανδρινοί, που επινόησαν τους τόνους και τα πνεύματα επειδή χανόταν η προσωδία, έσφαλαν τόσο στην εκτίμησή τους; Και τότε, αν δηλαδή ζει πάντα η προσωδία, μήπως ακόμα και ο ένας τόνος του μονοτονικού είναι περιττός;


Ενα παλιό κείμενο του Διονύσιου Σαββόπουλου, ηλικίας 25 ετών, που είχε δεχτεί τα πυρά της επιστημονικής κοινότητας την εποχή του, κατέκλυσε τελευταία τα εθνοπατριωτικά μπλογκ στο Διαδίκτυο, προφανώς ερήμην του συντάκτη του, χωρίς καμία βιβλιογραφική ή άλλη ένδειξη, τάχα «μάθημα ελληνικών στη Διαμαντοπούλου»
Ενας από τους πιο ξεροκέφαλους μύθους είναι ότι, σήμερα ακόμα, προφέρονται μακρά, βραχέα και δίχρονα φωνήεντα, ότι υπάρχει ενδιάθετος στον σημερινό φυσικό ομιλητή ο μουσικός τονισμός της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Με αφορμή ένα παλιό κείμενο του Σαββόπουλου που κατέκλυσε πρόσφατα το Διαδίκτυο, εμφανιζόμενο παραπλανητικά σαν σημερινό «μάθημα ελληνικών» προς την Άννα Διαμαντοπούλου, ξεκίνησα, πριν από δύο επιφυλλίδες, για μια επισκόπηση των τελευταίων εμφανίσεων στην πασαρέλα του γλωσσικού, με έμφαση στις αρχαιοελληνικές κολεξιόν. Η επισκόπηση, όσο επιλεκτική κι αν υπήρξε, δεν μπόρεσε να είναι σύντομη, και τώρα που έφτασα στην αρχική μου αφορμή βρίσκομαι να γράφω έπειτα από τις εκλογές, μυωπικά βυθισμένος στα δικά μου, ενώ πολύ θα ΄θελα να χαιρετίσω κι εγώ, συγκινημένος κιόλας θα ΄λεγα, τη διπλή νίκη, στην παλιά μου πόλη πρώτα, νίκη που από μόνη της θαρρείς μάς αποκαθαίρει από το κακλαμάνειο άγος, κι έπειτα την άλλη μεγάλη νίκη, βόρεια, με την τεράστια συμβολική σημασία, νίκη ευφρόσυνο σκαμπίλι, π.χ. στο χριστοδουλικό κακέκτυπο και όσα αυτό εκφράζει.

Απέναντι λοιπόν στον μύθο για την επιβίωση της αρχαίας προσωδίας μέσα στη νεοελληνική γλώσσα, όπως και στον μύθο για τα 50, 75 κτλ. εκατομμύρια λέξεις των ελληνικών, ή πάλι για την «πρωτογένεια» των ελληνικών, όπου τάχα οι θεοί, η φύση κτλ. έπλασαν τις λέξεις της «πρώτης των γλωσσών», απέναντι λοιπόν σε τέτοιους μύθους η επιστήμη, η γλωσσολογία, όπως έχω επανειλημμένα τονίσει, είναι κατηγορηματικά αρνητική-και η γλωσσολογία όλων των τάσεων, από την πιο προοδευτική ώς την πιο συντηρητική.

Απομένουν τάσεις υπερσυντηρητικές, ακροδεξιές, και πιο πέρα ακόμα, προσοχή όμως: τάσεις όχι πια επιστημονικές, όχι πάντως στους κόλπους της γλωσσολογίας, αλλά στον αχανή κόσμο της παραεπιστήμης, αν όχι κατευθείαν σε αμιγώς πολιτικούς χώρους και συναφή κέντρα. Εννοώ ότι στην υπηρεσία τέτοιων μύθων βρίσκουμε στρατευμένους, στην καλύτερη περίπτωση, «επιστήμονες», οτιδήποτε άλλο εκτός από γλωσσολόγους: πολιτικούς μηχανικούς, γεωλόγους, νομικούς, κοινωνικούς επιστήμονες, άντε και τίποτα φιλολόγους. Ακολουθούν δημοσιογράφοι, όπως Χαρδαβέλας, τηλεπλασιέ βιβλίων, όπως Σπύρος-Άδωνις και όπως Λιακόπουλος, ακόμα και τραγουδιστές , όπως Νotis, κτλ.

Κατά ατυχή σύμπτωση, εξέχων τροφοδότης του μύθου που θα μας απασχολήσει υπήρξε προ 25ετίας ένας μείζων καλλιτέχνης, ο Διονύσης Σαββόπουλος, με μια ατυχέστατη, ήδη στη σύλληψή της, έρευνα, που αποτέλεσε η ίδια μύθο. Τελευταία, όπως είπα εισαγωγικά, έπειτα από μια ομιλία της υπουργού Παιδείας σε καθηγητές της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, η ανακοίνωση του Σαββόπουλου εμφανίστηκε, προφανώς ερήμην του, στο διαδίκτυο, χωρίς καμία βιβλιογραφική ένδειξη, χρόνο δημοσίευσης κτλ., με τον πλαστό τίτλο: «Ο Διονύσης Σαββόπουλος κάνει μάθημα Ελληνικών στην Διαμαντοπούλου». Αμέσως αναδημοσιεύτηκε, πάντα χωρίς στοιχεία και με τον πλαστό τίτλο, σε πολυάριθμα, εθνικιστικά κυρίως, μπλογκ, προκαλώντας θριαμβευτικά σχόλια και αλαλαγμούς. Χρειάζεται έτσι να επανέλθω αναλυτικότερα. Για την ώρα, όσο πιο επιγραμματικά γίνεται:

Ο Σαββόπουλος ανακοίνωσε ότι ηχογράφησε διάφορους ομιλητές και με παλμογράφους μέτρησε τη διαφορετική ένταση της φωνής σε κάθε λέξη και κατέληξε ότι διαφορετικό ύψος δίνει η οξεία, διαφορετικό η περισπωμένη κ.ο.κ.

Είναι προφανές, σε πρώτη κιόλας ματιά, πως ο Σαββόπουλος και οι παλμογράφοι του μέτρησαν τον επιτονισμό, τις διακυμάνσεις της φωνής κατά τον προφορικό λόγο, τον διαφορετικό μάλιστα τονισμό που μπορεί να έχει ακόμα και η ίδια λέξη σε διαφορετικά συμφραζόμενα-ανεξάρτητα, εννοείται, από όποιον γραμματικό τόνο. Παράδειγμα: Στις φράσεις: (α) «Γιώργο, έλα αμέσως εδώ!» (προσταγή) και (β) «Τον Γιώργο ρώτα, όχι εμένα!» (έμφαση)

η λ. «Γιώργο» τονίζεται εντελώς διαφορετικά απ΄ ό,τι στη (γ) «Είδα τον Γιώργο χτες στο δρόμο» (απλή πληροφορία) ή (δ) «Έλα τώρα, μωρέ Γιώργο, τι ΄ν΄ αυτά που λες…» (συγκατάβαση). Και δείτε χαρακτηριστικά πώς ξαναλλάζει ο τονισμός αυτής της τελευταίας φράσης (δ), με τα ίδια σχεδόν στοιχεία αλλά με διαφορετικό μήνυμα, στην (ε) «Γιώργο, τι ΄ν΄ αυτά που λες!» (επίπληξη).

Είναι πιστεύω αυτονόητο ότι δεν θα αλλάξει ο τονισμός αν στη θέση τού κάποτε περισπώμενου τύπου «Γιώργο» βάλουμε το οξύτονο «Γιάννη», ή το «Νιόνιο», π.χ. «Νιόνιο, τι ΄ν΄ αυτά που λες!» Θα συνεχίσω.

Αλλο η προσωδία, ο μουσικός τονισμός των αρχαίων ελληνικών, και άλλο ο επιτονισμός, οι διακυμάνσεις δηλαδή της φωνής κατά τον προφορικό λόγο