Καλοκαίρι 1974 στη Νέα Υόρκη. Ενας άνθρωπος βαδίζει ψηλά, πάνω σε τεντωμένο σύρμα, ανάμεσα στους Δίδυμους Πύργους. Η ιστορία θα καταγραφόταν απλώς στα βιβλία των ρεκόρ αν δεν μεσολαβούσε η πτώση τους. Ο ιρλανδός συγγραφέας Κόλουμ ΜακΚαν ξαναχτίζει στο κενό των γκρεμισμένων κτιρίων επαναφέροντας την προ της 11/9 εποχή με ένα πολυφωνικό δαντελωτό μυθιστόρημα
Το βιβλίο ξεκινάει ενόσω ο ισορροπιστής βάζει το πόδι του πάνω στο σύρμα. Η περιγραφή κόβει την ανάσα του αναγνώστη και όσων βρίσκονται κάτω στον δρόμο παρατηρώντας τη μικροσκοπική φιγούρα. Αμέσως μετά η αφήγηση προσγειώνεται στη γη. Εδώ, ο Κόριγκαν, ένας κοσμοκαλόγερος, αφιερώνει τη ζωή του στις πόρνες και τους ναρκομανείς. Στις πρώτες παραχωρεί το βρώμικο διαμέρισμά του, στο Νότιο Μπρονξ. Ο Κόριγκαν προσεύχεται ανάμεσα στα σκουπίδια της πόλης για όσους είναι για πέταμα. «Κάλλιο να πέθαινε με την καρδιά του ανοιχτή στον κόσμο απ΄ το να κατέληγε ένας ακόμη από τους πολλούς κυνικούς». Μια από τις πόρνες διαβάζει Ρουμί, στα παραληρήματα του Κόριγκαν ακούγονται φράσεις από το Finnegans Wake, ίδιες χαοτικές κραυγές με εκείνες της ακατάστατης μεγαλούπολης.

Στη συνέχεια περνάμε στην Κλερ, μια πλούσια κυρία του Μανχάταν που συναντιέται με μια ομάδα γυναικών. Αυτό που τις ενώνει είναι η απώλεια των αγοριών τους, στον πόλεμο του Βιετνάμ. Μέσα από τις συναντήσεις πασχίζουν να πείσουν η μία την άλλη ότι τα παιδιά τους γνωρίζονταν μεταξύ τους. Μία εξ αυτών, ερχόμενη στη συνάντηση, έχει δει τον άνθρωπο να ισορροπεί στον αέρα. Αυτό δεν αρέσει στην Κλερ, να διακινδυνεύεις, χωρίς καμιά έγνοια του θανάτου, είναι σαν ύβρις, όταν εσύ έχεις χάσει το μονάκριβό σου.

Οι ετερόκλητοι χαρακτήρες σταδιακά διασταυρώνονται με αφορμή τον αιωρούμενο ακροβάτη. Η πορεία του στο κενό δίνεται μέσα από τηλεφωνικές συνδιαλέξεις μιας ομάδας χάκερ και κομπιουτεράδων («έπεσε και ξάπλωσε») που οργανώνουν στοιχήματα αν θα πέσει. Τελικά θα συλληφθεί και θα οδηγηθεί στο Αυτόφωρο, όπου ο δικαστής Σόντερμπεργκ ακούει πώς οργανώθηκε το επιχείρημα. Οι τεχνικές λεπτομέρειες είναι θαυμαστές, οι φίλοι του ισορροπιστή δούλευαν από καιρό σαν να είχαν να οργανώσουν ένα περίπλοκο ριφιφί στον ουρανό. Ο δικαστής, γυρίζοντας στο σπίτι του, θα διηγηθεί στη γυναίκα του, την Κλερ, όσα συνέβησαν. Αυτό που δεν γνωρίζει ο δικαστής είναι ότι στην προηγούμενη ακροαματική διαδικασία η νεαρή μαύρη πόρνη, που αθώωσε, φεύγοντας σκοτώθηκε σε αυτοκινητικό δυστύχημα μαζί με τον παράξενο τύπο, σαν Φραγκίσκο της Ασίζης, τον Κόριγκαν.

Οι περιδιαβάσεις και αλληλο-συναντήσεις των ηρώων θυμίζουν σενάρια ταινιών τύπου «Βαβέλ» ή «Crash». Στο μεταξύ έχουμε παρακολουθήσει και όλη τη διαδρομή του ακροβάτη πάνω στο τεντωμένο σύρμα των εβδομήντα μέτρων. Γιατί όμως ο ΜακΚαν επέλεξε μια τέτοια αφηγηματική διάρθρωση; Σίγουρα, εκτός απ΄ το γεγονός του ουρανού ενδιαφέρεται για όσα διαδραματίζονται επί της γης. Εκεί όπου οι σχοινοβάτες της ζωής παραπατάνε στα πεζοδρόμια, εγκλωβίζονται στον υπόγειο, ακροβατούν στην ανώνυμη καθημερινότητα, χωρίς να έχουν κάποιον να τους κοιτάζει στοιχηματίζοντας για τις ζωές τους. Η απώλεια, ο θάνατος είναι κοινά για όλους, και, όπως ο σχοινοβάτης «ήταν ένα πλάσμα μέσα κι έξω απ΄ το σώμα του συγχρόνως, απολαμβάνοντας τι σημαίνει να ΄σαι πλάσμα του αέρα, δίχως μέλλον, δίχως παρελθόν», έτσι και οι άλλοι ήρωες διεκδικούν ένα μερτικό προσωπικής ελευθερίας.

Ομως πιο ψηλά και από τα κτίρια ορθώνεται ένας πύργος ονόματι Ντον ΝτεΛίλο του οποίου την επιρροή παραδέχεται και ο ίδιος ο ΜακΚαν. Στο μυθιστόρημά του ΝτεΛίλο Υπόγειος Κόσμος (ΕΣΤΙΑ), γραμμένο το 1997, η Κλάρα, στο μυθιστορηματικό καλοκαίρι του 1974 διαμαρτύρεται που είναι αναγκασμένη να βλέπει το κτίσιμο των Πύργων, «τη φρικτή θέα» σ.

430. Στον… Κόσμο να γυρίζει η Κλερ παρατηρεί την ολοκλήρωση του χτισίματος και αναλογίζεται τον ακροβάτη που βρήκε να περπατήσει «ανάμεσα στα τερατώδη κτίρια».