Οι πολιτικοί πρόσφυγες του ελληνικού εμφυλίου πολέμου για δεκαετίες ήταν ένα από τα απαγορευμένα θέματα συζήτησης στην Ελλάδα. Αν και ο μεγαλύτερος αριθμός τους έχει πλέον επιστρέψει, συνεχίζουν να παραμένουν «αόρατοι»
Το 1949, μετά τη λήξη του Εμφυλίου και την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού, χιλιάδες άνδρες και γυναίκες υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τη χώρα. Οι περισσότεροι, αρχικά, λόγω της υποχώρησης βρέθηκαν στην Αλβανία αλλά ύστερα από λίγους μήνες διασκορπίστηκαν στις «λαϊκές δημοκρατίες» της Ανατολικής Ευρώπης. Ο συνολικός αριθμός τους ήταν αρκετά υψηλός: σύμφωνα με το Κομμουνιστικό Κόμμα, το 1950 στις σοσιαλιστικές χώρες (εκτός Γιουγκοσλαβίας) βρίσκονταν περίπου 56.000 πρόσφυγες (από τους οποίους 17.529 παιδιά, τα οποία είχαν μεταφερθεί εκεί κατά τη διάρκεια του πολέμου). Οι περισσότεροι εγκαταστάθηκαν στην Τασκένδη και οι υπόλοιποι στις άλλες σοσιαλιστικές χώρες. Πολύ λίγα είναι γνωστά για την εγκατάσταση και τη ζωή τους σε αυτές τις χώρες. Οι μαρτυρίες που εκδόθηκαν τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες από ανθρώπους που δραπέτευσαν από το «παραπέτασμα» έχουν ενδιαφέρον μόνο ως προς την προπα γανδιστική ρητορική. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότερες μαρτυρίες εκδίδονται, που σαφώς παρουσιάζουν ενδιαφέρον, αλλά λείπουν οι μελέτες για τη ζωή και την οργάνωση των πολιτικών προσφύγων- πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, όπως του Γ. Λαμπάτου,Ελληνες πολιτικοί πρόσφυγες στην Τασκένδη (1949-1957). Από αυτήν την άποψη, η μελέτη της Κατερίνας Τσέκου, βασισμένη στη διδακτορική διατριβή της για τους πολιτικούς πρόσφυγες στη Βουλγαρία, έρχεται να εμπλουτίσει τις γνώσεις μας για ένα άγνωστο θέμα.

Η Βουλγαρία άρχισε να δέχεται αντάρτες και παιδιά στο έδαφός της πριν από τη λήξη του εμφύλιου πολέμου. Ηδη από το 1948 είχε δημιουργηθεί «ειδική κρατική επιτροπή» επιφορτισμένη με τη φροντίδα ασθενών, τραυματιών και παιδιών που μετέφερε ο Δημοκρατικός Στρατός. Το βουλγαρικό κράτος, στο πλαίσιο της «διεθνιστικής αλληλεγγύης», έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον και φρόντισε να εισαχθούν οι πρόσφυγες σε υγειονομικούς σταθμούς, νοσοκομεία, οικοτροφεία κ.λπ.

Παράλληλα φρόντισε να προετοιμάσει τη βουλγαρική κοινή γνώμη για την υποδοχή των προσφύγων, ούτως ώστε να αποφευχθούν τριβές και εντάσεις. Και πραγματικά, όχι μόνο εκείνα τα χρόνια αλλά και στις επόμενες δεκαετίες που οι Ελληνες έζησαν στη Βουλγαρία, δεν υπήρχε ξενοφοβία των Βουλγάρων απέναντι στους Ελληνες ούτε σημειώθηκαν προβλήματα στις σχέσεις πολιτικών προσφύγων και βουλγαρικού κράτους. Αυτό που προκύπτει από τη μελέτη ήταν ότι τα σοβαρότερα προβλήματα σε αυτήν την πρώτη περίοδο, μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1950, προέκυψαν εντός της κοινότητας των προσφύγων και αντίστοιχα στο εσωτερικό της βουλγαρικής κοινωνίας. Το ζήτημα για τους έλληνες πρόσφυγες αλλά και για το ΚΚΕ ήταν η αναζήτηση των ευθυνών και των υπευθύνων για την ήττα στον Εμφύλιο. Η αναζήτηση ενόχων άρχισε με τα «γεγονότα» της 7ης Μεραρχίας (ανακρίσεις, βασανιστήρια, απόσπαση «ομολογιών» κ.λπ.) και συνεχίστηκε με άλλον τρόπο, με τη λεγόμενη «ανακαταγραφή», τη διαδικασία εκκαθάρισης του κόμματος από τα «ύποπτα οπορτουνιστικά ταξικά εκφυλισμένα στοιχεία». Ομόλογα φαινόμενα, σε κάποιον βαθμό, σημειώνονταν εκείνα τα χρόνια και στη Βουλγαρία, στο πλαίσιο της «οικοδόμησης του σοσιαλισμού». Σε πρώτη φάση εκδηλώθηκε ένα κύμα διώξεων κατά των «αντιδραστικών» και στη συνέχεια ακολούθησε ένα κύμα εσωτερικών εκκαθαρίσεων στο βουλγαρικό κόμμα.

Ο θάνατος του Στάλιν και το 20ό Συνέδριο άνοιξαν έναν νέο κύκλο εσωτερικών εκκαθαρίσεων, στο πλαίσιο αυτήν τη φορά της αποσταλινοποίησης στα κομμουνιστικά κόμματα.

Η γενικότερη συζήτηση για τις εκκαθαρίσεις και τις διώξεις έχει εγκλωβιστεί στο σχήμα της καταδίκης του σταλινισμού ή, ακόμη πιο απλουστευτικά, στον εγγενή ολοκληρωτισμό της κομμουνιστικής ιδεολογίας. Η απλοϊκότητα της άποψης του «εγγενούς ολοκληρωτισμού» φαίνεται εάν κανείς απομακρυνθεί από την πρώτη μεταπολεμική περίοδο και μελετήσει τις εξελίξεις στις δεκαετίες του 1960 και του 1970.