Η Ατζαβάρα είναι ένα εγκαταλελειμμένο ημιορεινό χωριό στα νότια της Βαρκελώνης. Ενώ ο φρανκισμός πνέει τα λοίσθια, καταλαμβάνεται από μεσοαστούς που ανακαινίζουν τα σπίτια της συγκροτώντας μια νέα κοινότητα. Το καλοκαίρι του 1974 θα παιχθεί εκεί το δράμα της προσωπικής τους απελευθέρωσης
Καλοκαίρι του ΄74, καλοκαίρι της μεταπολίτευσης. Πορτογαλία, Ισπανία, Ελλάδα ζουν το τέλος των δικτατοριών τους, η πρώτη μέσω της λαϊκής ένοπλης Επανάστασης των γαρυφάλλων, η δεύτερη λόγω της «φυσιολογικής» φθοράς του φασιστικού καθεστώτος που ενισχύεται από τη φλεβίτιδα του στρατηγού Φράνκο, η τρίτη (εμείς) λόγω των εσωτερικών αντιφάσεων της χούντας και της τουρκικής προέλασης στην Κύπρο. Ταυτόχρονα είναι το καλοκαίρι της πτώσης του Νίξον λόγω του Γουότεργκεϊτ και το δεύτερο καλοκαίρι της μεγάλης πετρελαϊκής κρίσης που ταρακούνησε για πρώτη φορά τα ιδεολογικά θεμέλια της απρόσκοπτης παγκόσμιας ανάπτυξης. Καλοκαίρι πολιτικών αναζητήσεων, ενθουσιασμών, εκδημοκρατισμού και ταυτόχρονα περίοδος άνθησης των αιτημάτων προσωπικής απελευθέρωσης από τα θρησκευτικά, οικογενειακά και σεξουαλικά δεσμά. Εξι χρόνια μετά τον Μάη του ΄68 οι μεσογειακές χώρες ζουν τους απόηχούς του και υιοθετούν τα κακοχωνεμένα μηνύματά του. Ο πολυγραφότατος Καταλανός Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν αρχίζει να γράφει τα Χαρούμενα αγόρια της Ατζαβάρα. Και όμως, το βιβλίο δεν θα ολοκληρωθεί παρά το 1987, όταν ο κουρνιαχτός έχει καταλαγιάσει, οι λογαριασμοί έχουν κουτσοκλείσει, οι επαγγελίες μιας κοινωνικής επανάστασης έχουν οριστικά διαψευσθεί ή ενσωματωθεί στις τρέχουσες πρακτικές και μόδες- στο σύστημα.

Ομως, σε αυτό το χωριουδάκι που έχει μεταμορφωθεί σε σικάτο ενδιαίτημα των βαρκελωνέζων αστών, όλοι θα ζήσουν τη μετάβαση με τον δικό τους έντονο τρόπο.

Οι κρυπτοομοφυλόφιλοι θα εκδηλωθούν, λαϊκά παιδιά θα γευθούν το μερτικό τους από τη συλλογική ευημερία, οι γυναίκες θα καταγγείλουν τη φαλλοκρατία, οι φιλελεύθεροι επιχειρηματίες θα δουν στο πολιτικό άνοιγμα νέες επενδυτικές ευκαιρίες.

Ολοι μαζί θα αποδυθούν στο μάταιο κυνήγι της ηδονής υιοθετώντας νέο πρόσωπο και ενδυόμενοι νέους ρόλους. Ολοι ή περίπου όλοι θα αξιοποιήσουν την πτώση του φρανκισμού για να προβάλουν τις προσωπικές τους διεκδικήσεις καταβροχθίζοντας τη φέτα εκείνη της ζωής που θεωρούν πως τους αναλογεί. Ο Μονταλμπάν στήνει εδώ το σκηνικό μιας ανελέητης παρωδίας, ενός μελοδράματος που αποκλείεται να μην έχει επηρεάσει τον Αλμοδόβαρ. Το ίδιο το σκηνικό, αν και εξόχως ρεαλιστικό, είναι ένας μη τόπος: εγκαταλελειμμένο χωριό που θυμίζει δικό μας ανακαινισθέντα παραδοσιακό οικισμό. Μέσω της επέλασης των αστών οι στάβλοι έχουν μεταβληθεί σε λίβινγκ ρουμ, οι αποθήκες σε αίθουσες πολλαπλών χρήσεων, οι βοσκότοποι σε γήπεδα γκολφ, οι γούρνες σε πισίνες. Ο ενδυματολογικός, γαστρονομικός, αισθητικός μεταμοντερνισμός θριαμβεύει. Η παρέα των εποίκων δεν ανασαίνει στιγμή μεταβαίνοντας από γεύμα σε γεύμα, από μπάνιο σε μπάνιο, από πάρτι σε πάρτι, ασφυκτικά αλληλοεπιτηρούμενη σε μια εξαντλητική προσπάθεια των ηρώων να απεκδυθούν των παραδοσιακών τους ρόλων χωρίς να χάσουν τα κεκτημένα. Ολοι έχουν περάσει μια χαρά στη διάρκεια των σχεδόν τεσσάρων δεκαετιών του φρανκικού καθεστώτος, ακόμη και οι βιομήχανοι που είχαν εξοριστεί στον Εμφύλιο από τους αναρχικούς της Καταλωνίας. Και όμως όλοι, υπό τη συγκυρία της πολυαναμενόμενης μεταπολίτευσης, θεωρούν πως έφτασε η ώρα να ξεκαθαρίσουν τους λογαριασμούς με το προσωπικό τους παρελθόν. Με λίγα λόγια, ο εκδημοκρατισμός χρησιμεύει ως όχημα για την πραγμάτωση των ιδιωτικών τους καλά καταχωνιασμένων ονείρων και κυρίως των ερωτικών τους φαντασιώσεων. Η κριτική του Μονταλμπάν είναι εξοντωτική. Ιδιωτικό και δημόσιο συγχέονται απολύτως και όπως είναι φυσικό, πολύ σύντομα κάθε κατεργάρης θα επιστρέψει στον πάγκο του.

Το μυθιστόρημα δομείται σε τέσσερα ευμεγέθη κεφάλαια με διαφορετικούς αφηγητές που αναπολούν το καλοκαίρι εκείνο έπειτα από περίπου μια δεκαετία. Πρώτος ένας λαϊκός τύπος, ο Πάκο, οικογενειάρχης, διανομέας το επάγγελμα και πιστός στις παλιές καλές αρχές του ρωμαιοκαθολισμού. Δεύτερη αφηγήτρια η Μόντσε, μια πλούσια καθηγήτρια Γεωγραφίας, σύγχρονη Μεσσαλίνα που ζει συμβατικά με τον επιχειρηματία σύζυγο, έτοιμο να την εγκαταλείψει. Τρίτος ο συγγραφέας Μιγιάς, που σχολιάζει τα τεκταινόμενα από μάλλον συντηρητική σκοπιά. Τέλος, μια ευαίσθητη και ανεκτική προσωπικότητα, η Πάκι Σανς.