Το πιο επίκαιρο κείμενο των Γκονκούρ για τον σημερινό αναγνώστη είναι λιγότερο η ίδια η Ζερμινί και περισσότερο η εισαγωγή των δύο συγγραφέων στην έκδοση του 1864 (που αναδημοσιεύεται εδώ), με την οποία κηρύσσουν τον πόλεμο στην μπεστσελερίστικη θα λέγαμε σήμερα, λογοτεχνία. Στα αναγνώσματα δηλαδή που είναι «καθησυχαστικά και ανώδυνα». Ο δικός τους στόχος, γράφουν, είναι να διαταράξουν τις συνήθειες των αναγνωστών και να βλάψουν την υγιεινή τους (sic) προσφέροντας μια «θλιβερή και σκληρή ψυχαγωγία» σε ένα κοινό που- το γνωρίζουνέχει μάθει να του αρέσουν «έργα ασήμαντα και πρόστυχα, αναμνήσεις δεσποινίδων, εξομολογήσεις κρεβατοκάμαρας, ερωτικές βρωμιές, σκάνδαλα…». Αυτήν τη λογοτεχνική προσέγγιση μοιάζει να είχε κατά νου ο Εντμόν Γκονκούρ όταν το 1896 θέσπιζε με τη διαθήκη του το επώνυμο λογοτεχνικό βραβείο που απονέμεται από το 1903 αποκλειστικά σε ένα έργο πρόζας από μια δεκαμελή Ακαδημία ισόβιων μελών. Ωστόσο, παρά το καλό παράδειγμα των εμπνευστών τους, οι εντολοδόχοι των Γκονκούρ δεν απέφυγαν τα φάουλ. Το 1932 λ.χ. πέρασαν δίπλα από το Ταξίδι στην άκρη της νύχτας του Σελίν προκρίνοντας τον αδιάφορο Γκυ Μαζελίν, ενώ αργότερα κατηγορήθηκαν για άκρατο ακαδημαϊσμό, για αδυναμία να παρακολουθήσουν τα νέα λογοτεχνικά ρεύματα, για γούστα παρέας συνταξιούχων και για μεροληψία προς τους μεγάλους εκδοτικούς οίκους. Φυσικά, όπως σε όλα τα βραβεία, οι ευθύνες μοιράζονται και στην ίδια τη λογοτεχνική παραγωγή. Ο Ρομαίν Γκαρύ π.χ. έβαλε νάρκη στην Ακαδημία των Γκονκούρ, αφού κέρδισε δυο φορές το βραβείο- κάτι που απαγορεύεται από το καταστατικό του- το 1956 με το όνομά του και το 1975 με το ψευδώνυμο Εμίλ Αζάρ. Αν ζούσαν ο Εντμόν και ο Ζυλ, ίσως και να το εκτιμούσαν… Οπως και την πρόκληση που έρχεται τον Οκτώβριο για τα φετεινά βραβεία από τον Μισέλ Ουελμπέκ…