Η δολοφονία ενός τρίχρονου αγοριού σε μια γεωργιανή έπαυλη στην επαρχιακή Αγγλία το 1860 αποτέλεσε την αρχετυπική ιστορία που ενέπνευσε το σύγχρονο αστυνομικό μυθιστόρημα
Με μια εκπληκτική έρευνα, η συγγραφέας Κέιτ Σαμμερσκέιλ ανακατασκευάζει τη βικτωριανή εποχή και ερμηνεύει τη γέννηση του ντετέκτιβ – μιας πραγματικής και μυθιστορηματικής φιγούρας που μετατρέπει τα αρχέγονα ένστικτα του ανθρώπου σε διανοητικούς γρίφους.

Το 1841, ο Εντγκαρ Αλαν Πόε έγραφε την πρώτη αστυνομική ιστορία, τους Φόνους της οδού Μοργκ. Εναν μόλις χρόνο αργότερα, συγκροτείται από τη Μητροπολιτική Αστυνομία του Λονδίνου το πρώτο ολιγομελές σώμα ντετέκτιβ ως απάντηση στην αύξουσα εγκληματικότητα της εποχής τής Βιομηχανικής Επανάστασης και της ραγδαίας αστικοποίησης. Ο Τζόναθαν Γουίτσερ, ήρωας της Σαμμερσκέιλ και ερευνητής της υπόθεσης του Ρόουντ Χιλ Χάουζ που αναστάτωσε για χρόνια την Αγγλία γεννώντας μεταξύ άλλων το παρόν βιβλίο ήταν ένας από τους οκτώ πρώτους διορισμένους ντετέκτιβ. Το νεαρό αυτό επάγγελμα όφειλε να οργανώσει το χάος της εποχής, να προσφέρει επαρκή επιστήμη προκειμένου να αναλυθούν τα νέα ψυχολογικά και κοινωνικά δεδομένα, να ερμηνεύσει πειστικά τις ατομικές ιστορίες μέσα στο ιστορικό τους πλαίσιο.

Ας μην ξεχνούμε ότι το 1844 ο Ενγκελς έγραφε την Κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία ενώ το 1859 ο Δαρβίνος είχε δημοσιεύσει το περίφημο έργο του περί της Καταγωγής των Ειδών. Ο ντετέκτιβ οφείλει να χρησιμοποιήσει το μοντέλο της «αναδρομικής προφητείας» προκειμένου να ερμηνεύσει το παρελθόν. Οφείλει να ανακαλύψει τους ελλείποντες κρίκους σε μια ιστορία ακριβώς όπως ο Δαρβίνος αναζητά απολιθώματα που θα συνδέσουν τον άνθρωπο με τον πίθηκο εντός της εξελικτικής διαδικασίας. Και οφείλει ακόμη να χρησιμοποιήσει τα εμπειρικά δεδομένα με επιστημονική μεθοδολογία. Σε μια εποχή αποθέωσης του βιομηχανικού ορθολογισμού, ο ντετέκτιβ, ούτε λίγο- ούτε πολύ, καλείται να ερμηνεύσει τις αποκλίσεις της ανθρώπινης συμπεριφοράς από το ιδεώδες της κοινωνικής εξέλιξης, νοουμένης ως προόδου. Συνιστά λίγο- πολύ το εγκόσμιο αντίστοιχο του ιερέα ή του προφήτη.

Η δολοφονία

Οταν το καλοκαίρι του 1860 έγινε η δολοφονία του τρίχρονου Σαβίλ Κεντ και η τοπική αστυνομία απέτυχε να λύσει το αίνιγμα, ο Γουίτσερ εκλήθη να προσφέρει τη λύση. Οι υποψίες είχαν ήδη πέσει στην γκουβερνάντα της πολυμελούς ευκατάστατης οικογένειας αλλά και στον πατέρα και σε άλλα μέλη της. Ο λακωνικός, πανέξυπνος, μοναχικός, με συνηθισμένη εμφάνιση Γουίτσερ- το πρότυπο όπου βασίσθηκαν πολλοί μετέπειτα λογοτεχνικοί ντετέκτιβ από τον Λοχία Καφ της Φεγγαρόπετρας ώς τον Φίλιπ Μάρλοου και τον επιθεωρητή Ρέμπους- πείσθηκε σύντομα ότι δολοφόνος ήταν η Κόνστανς Κεντ, ετεροθαλής αδελφή του Σαβίλ.

Σύμφωνα με τον «επιστημονισμό» της εποχής, ο Γουίτσερ μετακινήθηκε από το σαθρό έδαφος της ανθρώπινης ψυχής στον εμπειρικό κόσμο της αιτιώδους σχέσης μεταξύ πραγμάτων. Ενα χαμένο νυχτικό θα αποτελούσε τον χαμένο κρίκο που οδηγούσε με λογικούς συσχετισμούς στη δολοφόνο. Μόνο που το νυχτικό δεν βρέθηκε ποτέ κι έτσι η φαντασία του ντετέκτιβ δεν στάθηκε αρκετή για να αποδειχθεί η ευστάθεια της υπόθεσης. Μόνο το 1865, και ενώ ο Γουίτσερ είχε καταρρακωθεί από την αποτυχία του και κατηγορηθεί από την κοινή γνώμη ότι είχε καταστρέψει ζωές αποκαλύπτοντας τα μύχια μυστικά της οικογένειας, η Κόνστανς, κινούμενη από τύψεις αλλά και επιδιώκοντας να αποκαταστήσει την τιμή των συγγενών της θα ομολογούσε ότι ήταν όντως η δολοφόνος. Ο συνταξιοδοτημένος Γουίτσερ θα δικαιωνόταν κατόπιν εορτής μεταβαλλόμενος στον τραγικό ήρωα του παράλληλου δράματος της εξιχνίασης.

Εχουμε εδώ λοιπόν μια πραγματική ιστορία που μετέτρεψε μια ολόκληρη κοινωνία σε ντετέκτιβ. Για χρόνια οι εφημερίδες ασχολούνταν με την υπόθεση, σε παμπ και σε ταβέρνες ο κόσμος ασχολούνταν με τον γρίφο, ευφάνταστοι επιστολογράφοι προσέφεραν την ερμηνεία τους. Το έγκλημα είχε κλονίσει την πεποίθηση ότι το μέσο σπιτικό στην ειδυλλιακή αγγλική επαρχία ήταν φορέας σταθερών και ισορροπημένων σχέσεων. Η ιδιωτικότητα είχε διαρραγεί και άρχισαν να βλέπουν το φως δύσοσμες υποθέσεις, καλά κρυμμένα σεξουαλικά μυστικά ή ενδοοικογενειακοί ανταγωνισμοί. Το έγκλημα δεν ήταν πλέον προνόμιο των φτωχών και άκληρων ούτε της νεόκοπης εργατικής τάξης.

Με την έρευνά του, ο Γουίτσερ- τον οποίο γνώριζε και θαύμαζε ο Κάρολος Ντίκενς αν και διαφωνούσε με τη λύση που είχε δώσει στη συγκεκριμένη υπόθεση- θα αναδεικνυόταν σε αποδιοπομπαίο τράγο καθώς είχε ανοίξει το Κουτί της Πανδώρας εγκαινιάζοντας μια εποχή ηδονοβλεψίας και καχυποψίας, συντελούντος και του Τύπου.