Δεν πρόκειται ακριβώς για αστυνομικό μυθιστόρημα. Είναι όμως σαφώς καλό- και μάλιστα με άρτια μετάφραση. Μέρος της επιτυχίας συνίσταται σε αυτό το μπέρδεμα, στην παραπλάνηση του αναγνώστη.


Η Μαθητεία είναι ένα οιονεί αστυνομικό μυθιστόρημα. Ασυνήθιστο. Δεν υπάρχει κανένα, μα κανένα μυστήριο που να περιμένεις να διαλευκανθεί αγωνιώντας μέχρι την τελευταία σελίδα. Ουρανοκατέβατος ένοχος; Ξεχάστε τον! Απρόβλεπτες περιπλοκές που ανατρέπουν τη βασική πλοκή; Μηδαμινές! Ούτε, άλλωστε, προσφέρεται στο τέλος κάποιου είδους Νέμεσις. Η ιστορία μένει μετέωρη, προϊδεάζοντας πως ίσως έπεται συνέχεια. Πράγματι, ο 45χρονος γάλλος συγγραφέας Ραφαέλ Μαζάν (γεν. 1963) έχει γράψει και άλλα βιβλία με τον ίδιο πρωταγωνιστή.

Αλλά, τέλος πάντων, ποιος είναι αυτός ο ήρωας; Στην πρώτη κιόλας σελίδα, στην πρώτη κιόλας αράδα, εμφανίζεται κάποιος που λέει «θα διηγηθώ»… Αυτός ο αφηγητής παραμένει μέχρι τέλους άγνωστος, αφανής, αφηρημένη οντότητα. Απλώς μας πληροφορεί ότι έπεσαν στα χέρια του οι σημειώσεις ενός αστυνόμου ονόματι Λιμπερτύ Βαλάνς (προσοχή στο όνομα! Βλέπε ταινίαΠοιος σκότωσε τον Λίμπερτυ Βάλανς). Και, όπως προκύπτει από τα χειρόγραφά του, ο εν λόγω μονήρης μπάτσος ήταν (και παραμένει) σίριαλ κίλερ.

Στις σελίδες που έπονται παρακολουθούμε τους φόνους του, τη συμπεριφορά του ως αστυνομικού και, πρωτίστως, τους μαιάνδρους της ακροβατικής συλλογιστικής του. Τη φιλοσοφία, την αλαμπουρνέζικη κοσμοθεωρία του: έναν ακραίο κυνισμό που τον οδηγεί στο να σκοτώνει ανθρώπους τους οποίους δεν γνωρίζει και με τους οποίους δεν έχει τίποτα να χωρίσει. Γιατί το κάνει; Κάποιο βίτσιο; Μια εγκεφαλική διαστροφή θα έλεγα καλύτερα, όπου με μια άτεγκτη λογική αρέσκεται να επιλέγει αθώα θύματα και εξ ίσου αθώους ενόχους για να παραδειγματίσει την κοινωνία, να στείλει ένα μήνυμα και, συνάμα, να βελτιώσει τις «στατιστικές εξιχνίασης». Γιάννης κερνάει και Γιάννης πίνει: υπό την ιδιότητά του ως αστυνόμου, υπερόπτης και υπεράνω πάσης υποψίας, καλείται να διαλευκάνει τα εγκλήματα που έχειο ίδιοςδιαπράξει. Και καθίζει στο σκαμνί ανυποψίαστους πολίτες. Επινοεί, εν ολίγοις, όχι μόνο θύματα αλλά και εγκληματίες, καταστρέφοντας με διαφορετικούς τρόπους τις ζωές άλλων ανθρώπων. Ολα αυτά για χάρη της κοινωνίας, όπως εκείνος την αντιλαμβάνεται. Η αστυνομική αυθαιρεσία στο απόγειό της, με μπόλικο μπουρλέσκο.

Ο Βαλάνς μπαίνει σε αυτό το ιεραποστολικό «τριπ» βαθμιαία, αλλά όσο προχωράει του γίνεται έμμονη ιδέα την οποίαν επεξεργάζεται, εκλεπτύνει, ακονίζει. Κάποια στιγμή του βιδώνεται, λόγου χάρη, ότι καλό είναι να δολοφονηθεί ένας αστυνόμος, έτσι που η τιμωρία του ενόχου να παραδειγματίσει, αποτρέποντας στο μέλλον επιθέσεις εναντίον Αστυνομικών Τμημάτων! Και βέβαια βρίσκει το θύμα του και, εν πλω, κατάλληλο ένοχο.

Όλα αυτά διαδραματίζονται στο Παρίσι, την πρώτη δεκαετία της χιλιετίας μας. Αλλά υποπτεύομαι ότι ένα φάντασμα από το παρελθόν πλανάται πάνω από την ιστορία: ο βασιλιάς Υμπύ του γάλλου συγγραφέα Αλφρέντ Ζαρύ που, στα τέλη του 19ου αιώνα, υπήρξε πρόδρομος του σουρεαλισμού και του θεάτρου του παραλόγου. Με τον Βαλάνς, η εμβληματική αυτή φιγούρα της γαλλικής λογοτεχνίας έχει μεταμορφωθεί σε σύγχρονο μπάτσο, χάνοντας στην πορεία μέρος της ιλαρότητάς της.