Τα «Ανθη του κακού» (1857) έχουν πολλά χρόνια προετοιμασίας πίσω τους. Ο ποιητής τους, κυνηγός της καινοτομίας και της πρόκλησης, είχε μάλιστα επιλέξει αρχικά έναν εντυπωσιακότερο τίτλο για τη συλλογή που έμελλε να εγκαινιάσει τη νεωτερικότητα στην ποίηση: «Οι Λεσβίες».


O Μπωντλαίρ (1821-1867) στην ουσία κάνει επανεκκίνηση του λυρισμού, δύσκολο εγχείρημα για μια ποίηση που στηρίζεται σε τόσο γερή παράδοση όπως η γαλλική. Αλλάζοντας βίαια τον ορίζοντα προσδοκίας των συγκαιρινών του, διατηρώντας ωστόσο μέρη του παλαιού σκηνικού, κατορθώνει να βραχυκυκλώσει διά μιάς τον κλασικισμό και τον περιρρέοντα ρομαντισμό και να κερδίσει το προσωπικό του στοίχημα: πώς αντλείς τοαιώνιο μέσα από το εφήμερο; Πρόκειται για ένα στυφό λυρισμό με απρόβλεπτους ήρωες: πόρνες, εγκληματίες, ρακοσυλλέκτες, πλάνητες, φιλήδονους αισθητές, αποτυχημένους καλλιτέχνες, πρόσωπα εκκεντρικά ή παραβατικά, αποκλεισμένα από το αστικό κατεστημένο που αποτελούν όμως οργανικό μέρος της πολύβουης καθημερινότητας στη σύγχρονη μεγαλούπολη και μάλιστα εμπλουτίζουν το νυχτερινό της τοπίο· ο ερωτισμός, με εμβληματική την παρουσία της γυναίκας, της Εύας μετά τηνπτώση, είναι διάχυτος στα ποιήματα αυτά που αιφνιδιάζουν (ενίοτε και απωθούν) με την επιθετική τόλμη τους: οι μούσες εδώ είναι νοσηρές, απροκάλυπτα αισθησιακές με καινοφανή ελευθεριότητα- καμιά σχέση με τις πετραρχικές κορασίδες. Ωστόσο, όσο ανατρεπτικός είναι στη θεματική του ο ποιητής τόσο παραδοσιακός είναι στη στιχουργική του. Λόγος έμμετρος, προσεκτικές ομοιοκαταληξίες, άψογα σονέτα, επωδοί, στροφικά συστήματα, ανεπίληπτες συμμετρίες και αντισυμμετρίες αρχιτεκτονούν με τελειοθηρία ένα οικείο, αναγνωρίσιμο εξωτερικά συγκρότημα το οποίο έχει καταληφθεί από αυτό το ετερόκλητομοντέρνοπλήθος, τα ζιζάνια, τα βλαβερά άνθη, καταλυτικά της εύτακτης αρμονίας, αλλά και «παράξενα ωραία», κατά τον δημιουργό τους. Αυτή η αισθητική του εφήμερου αποτυπωμένη σε διαχρονικά, ανθεκτικά περιγράμματα, η συμφιλίωση του τετριμμένου και αγοραίου με το διηνεκές και άφθαρτο, η ανυπακοή σε άμεση γειτνίαση με την πειθαρχία δίνει τον αέρα της δυναμικής πρωτοτυπίας τωνΑνθέων του κακού.

Στα δικαστήρια

Η εκδοτική εμφάνιση της συλλογής σκανδαλίζει και ο Μπωντλαίρ σύρεται στα δικαστήρια όχι τόσο γιατί οι «σατανικοί στίχοι» του θίγουν το θρησκευτικό φρόνημα όσο γιατί ο ερωτικός ρεαλισμός του προσβάλλει τη δημόσια αιδώ και τα «χρηστά ήθη». Η καταδίκη θα πλήξει έξι συγκεκριμένα ποιήματα.

Αυτά αποσύρονται, η συλλογή κυκλοφορεί λογοκριμένη, συγγραφέας και εκδότες υποχρεούνται να καταβάλουν σημαντικό πρόστιμο. Η (δικαστική)

αποκατάσταση θα γίνει 92 χρόνια αργότερα, το 1949.

Στο μεταξύ, η αύρα της προγραφής απαθανατίζει τα επίμαχα ποιήματα: ο Μπωντλαίρ, αυτοεξόριστος στο Βέλγιο θα τα τυπώσει σε αυτόνομη έκδοση το 1866 ωςΑδέσποτα (Les Εpaves)- κάτι που έκτοτε θα επαναληφθεί συχνά, γίνεται μάλιστα εκδοτικό must.

Η Αφροδίτη και η Σαπφώ δεσπόζουν αναμφίβολα σε αυτά τα ερωτικά ποιήματα, που έχουν άλλωστε εμπνεύσει σειρά απεικονιστικών προσεγγίσεων, ξεκινώντας από τις περιώνυμες «φίλες» του Courbet, συντρόφου και θαυμαστή του ποιητή («Les dormeuses», 1866). Η «Λέσβος», το δεκαπεντάστροφο ποίημα που υμνεί νοσταλγικά το νησί των σαπφικών ερώτων, σημειώνει τον μυστικό ανταγωνισμό ανάμεσα στις δυο αισθησιακές θεές και δηλώνει ρητά τη βούληση του ποιητή να εξιχνιάσει το «σκοτεινό μυστήριο» των γυναικείων ειδυλλίων: «Εμένα η Λέσβος διάλεξε να ψάλω το τραγούδι,/ των ανθισμένων κοριτσιών να πω το μυστικό» (Στον Ισκιο των ανθισμένων κοριτσιών και ο Προυστ, χρόνια αργότερα, θα σταθμίσει την ένταση της γυναικείας ομοφυλοφιλίας). Με το διάλογο της Δελφίνης και της Ιππολύτης, πρωταγωνιστικές φιγούρες στις «Κολασμένες γυναίκες», στήνεται ένα μικρό σκηνικό δράμα εσωτερικού χώρου: οι δύο ερωμένες καταδικάζουν τη σκαιότητα των ανδρικών χαδιών και τονίζουν την προνομιακή (μολονότι καταραμένη) σχέση μεταξύ γυναικών. Ο πόθος, η λαγνεία, ο επιδεικτικός ερωτισμός, ακόμη και με μακάβριες ή σαδιστικές συνδηλώσεις, επιτείνουν το ηδονοθηρικό κλίμα και των υπολοίπων ποιημάτων, όχι απαραίτητα λεσβιακών.

Στο διευρυμένο ερωτικό σύμπαν του μπωντλαιρισμού ο πανηδονισμός της γυναίκας όχι μόνον αναγνωρίζεται, αλλά εξυμνείται τόσο ως διακριτική γοητεία του φύλου της όσο και ως σημάδι τωνμοντέρνων καιρών. Τα «απαγορευμένα» ποιήματα έχουν σωρεύσει γύρω τους σμήνη σχολίων, προσεγγίσεων, εικασιών και ερμηνευτικών προτάσεων. Σίγουρα μπορεί κανείς να σημειώσει αυτοβιογραφικούς υπαινιγμούς ή έκδηλες παραπομπές στην προσωπική ζωή του Μπωντλαίρ (η σκουρόχρωμη καλλονή της οποίας «το μπρούντζινο, στιλπνό κορμί», «το κεχριμπαρένιο σώμα» εξυμνείται εδώ είναι κατά πάσα πιθανότητα η Ζαν Ντιβάλ, αναγόμενη σε γενικότερο πρότυπο πλαστικής, εξωτικής ομορφιάς· πολλοί μελετητές ταυτίζουν την «Πρόσχαρη» του σχετικού ποιήματος με την Απολλωνία Σαμπατιέ, άλλο μεγάλο ίνδαλμα του ποιητή επί μακρόν). Ωστόσο, δεν διαβάζουμε τα Ανθηγια να ξεκλειδώσουμε τις ερωτικές εμμονές, νευρώσεις ή φαντασιώσεις του Μπωντλαίρ· τα απολαμβάνουμε ως ποίηση, δηλαδή μουσική, που δύσκολα εκχυδαΐζεται.