«ΟΣΟ ΣΥΝΕΧΙΖΟΤΑΝ Η ΠΟΡΕΙΑ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ, Ο ΜΠΑΪΡΟΝ
ΥΠΕΦΕΡΕ ΑΠΟ ΚΡΙΣΕΙΣ ΙΛΙΓΓΟΥ, ΑΙΦΝΙΔΙΟΥΣ ΚΑΙ ΣΤΙΓΜΙΑΙΟΥΣ
ΡΕΥΜΑΤΙΚΟΥΣ ΠΟΝΟΥΣ, ΣΥΦΙΛΗ, ΒΛΕΝΝΟΡΡΟΙΑ ΚΑΙ
ΑΗΔΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΤΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΕΚΠΛΗΚΤΙΚΟ ΜΕΣΑ Σ΄
ΟΛΑ ΑΥΤΑ ΗΤΑΝ ΠΟΥ ΕΒΡΙΣΚΕ ΧΡΟΝΟ ΝΑ ΓΡΑΨΕΙ, ΜΟΛΟΝΟΤΙ
Η ΣΥΓΓΡΑΦΗ- ΟΠΩΣ ΕΙΠΕ ΣΤΟΝ ΕΚΔΟΤΗ ΤΟΥ- ΕΜΟΙΑΖΕ
ΜΕ ΑΦΟΔΕΥΣΗ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΦΕΡΝΕ ΜΕΓΑΛΟ ΠΟΝΟ»
Με την ιρλανδή συγγραφέα Εντνα Ο΄Μπράιεν και την αντισυμβατική της τεχνική στις βιογραφίες είχαμε ασχοληθεί ξανά από αυτήν εδώ τη σελίδα ( Βιβλιοδρόμιο , 10/8/2002). Με αφορμή τότε τη βιογραφία του Τζέιμς Τζόις τονίζαμε ότι η Ο΄Μπράιεν ακολουθεί τη «μέθοδο Στέφαν Τσβάιχ»: μέθεξη του βιογράφου (κατ΄ επέκτασιν και του αναγνώστη) με τον «ήρωά» του, μυθιστορηματική ανέλιξη στην εξιστόρηση και περιφρόνηση της αυστηρά ακαδημαϊκής τεκμηρίωσης, χωρίς να σημαίνει ότι δεν έχει προηγηθεί επισταμένη έρευνα. Αν κάτι ξεχωρίζει τελικά μια ανάλογη βιογραφία από το non fiction novel είναι η αποφυγή κάθε κατασκευασμένου στοιχείου (διαλόγων, σκηνών, χαρακτήρων κ.λπ.). Με άλλα λόγια, η μυθιστοριογράφος Εντνα Ο΄Μπράιεν δανείζεται από το μυθιστόρημα τα πάντα, εκτός από τον μύθο.

Στην περίπτωση του λόρδου Τζορτζ Γκόρντον Μπάιρον, η Εντνα Ο΄Μπράιενόπως και η Φιόνα Μακάρθι νωρίτεραεπιλέγει να εστιάσει στην πιο «πικάντικη» πλευρά της πολυδιάστατης προσωπικότητάς του- τους έρωτές του- και να θίξει μονάχα περιστασιακά τις υπόλοιπες: τον πολιτικό του ριζοσπαστισμό, το αντιθρησκευτικό του μένος, τον φιλελληνισμό του… Μαθημένοι από τα σχολεία μας ν΄ αντιμετωπίζουμε μονολιθικά τον Μπάιρον ως «αμετακίνητο» και «φλογερό φιλέλληνα», δεν είμαστε ψυχολογικά προετοιμασμένοι για να δεχτούμε ότι η Ο΄Μπράιεν αφιερώνει σε «αυτόν τον Μπάιρον» μονάχα τα δύο τελευταία από τα είκοσι πέντε κεφάλαια του βιβλίου της. Είναι όμως η πικρή αλήθεια. Το ευτύχημα για την Ελλάδα δεν ήταν ότι ο Μπάιρον ασχολήθηκε μαζί της. Το ευτύχημα ήταν ότι ο Μπάιρον πέθανε στην Ελλάδα και λόγω ακριβώς τούτης της μακάβριας συγκυρίας, όλος ο κόσμος ασχολήθηκε μαζί της.

Η «πρώτη και παντοτινή σελέμπριτι» των νεωτέρων χρόνων γεννήθηκε τον Ιανουάριο του 1788, καρπός της αταίριαστης σχέσης ενός αδέκαρου τυχοδιώκτη αριστοκράτη, του «τρελο-Τζακ» και της Κάθριν, μιας γυναίκας «της οποίας η υπέρμετρη παχυσαρκία την έκανε ανά πάσα στιγμή ένα μάλλον επικίνδυνο υποκείμενο ασθένειας». Ο πατέρας του πεθαίνει πριν ο Μπάιρον κλείσει τα τέσσερα, αλλά ο ίδιος πάντα ισχυριζόταν πως θυμόταν τους αδιάκοπους καβγάδες των γονιών του που τον άφησαν «με ελάχιστο κέφι για γάμο». Επτά χρόνια αργότερα, μετά τον θάνατο του επικίνδυνα εκκεντρικού θείου του- γνωστού και ως «Αχρείου Λόρδου»- ο 10χρονος Τζορτζ προβιβάζεται σε 6ο λόρδο Μπάιρον και κληρονομεί μια μεγάλη περιουσία, που εφ΄ όρου ζωής θα δώσει βορά στους τοκογλύφους. Με «ύψος ένα μέτρο και εβδομήντα τέσσερα εκατοστά, χωλό δεξί πόδι, καστανά μαλλιά, μόνιμη χλωμάδα, αλαβάστρινους κροτάφους, δόντια σαν μαργαριτάρια, γκρίζα μάτια στεφανωμένα με σκούρες βλεφαρίδες και μια γοητεία στην οποία δεν μπορούσε κανείς να αντισταθεί, ούτε άντρας ούτε γυναίκα», ο Μπάιρον επιχειρεί στον σύντομο βίο του να χορτάσει την αμφίφυλη σεξουαλική του βουλιμία. Σε μια εποχή που ο σοδομισμός οδηγεί στην αγχόνη, ο λόρδος έλκεται από τους νεαρούς «με τις τουρκικές διαστροφές»: από τον συμφοιτητή του Τζον Εντλεστον και τον Νικολό Ζιρό, μαθητευόμενο στη μονή των καπουτσίνων της Αθήνας (κατά το πρώτο του ταξίδι στην Ελλάδα) έως τον τελευταίο ανανταπόδοτο έρωτά του, τον 15χρονο Λουκά στο Μεσολόγγι. Εκτενέστερος κι εντυπωσιακότερος, ωστόσο, είναι ο κατάλογος με τις ερωμένες του, κατά προτίμηση ανήλικες ή παντρεμένες: λαίδη Καρολάιν Λαμπ, λαίδη Μέλμπουρν, λαίδη Φράνσις Ουέμπστερ, λαίδη Οξφορντ, Κλερ Κλέρμοντ, καθώς και το παράλληλο εκρηκτικό δίδυμο, Αναμπέλα Μίλμπανκ (η κατοπινή του σύζυγος)- Αυγούστα Λι (η ετεροθαλής αδελφή του). Σπέρνοντας ταυτόχρονα παιδιά, νόμιμα και νόθα, ο Μπάιρον δεν αργεί ν΄ αποκτήσει τη φήμη του πιο ακόλαστου Εγγλέζου: «Τον παρομοίαζαν με τον Ερρίκο τον Η΄, τον Γεώργιο τον Γ΄, τον Νέρωνα, τον Καλιγούλα και τον Επίκουρο».