ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΑΠΟ ΕΝΑ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗ ΝΕΑ
ΥΟΡΚΗ ΣΤΑΘΗΚΕ Η ΑΦΟΡΜΗ ΓΙΑ ΕΝΑ
ΔΟΚΙΜΙΟ ΜΕ ΘΕΜΑ ΤΗ ΣΧΕΣΗ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΥ
ΜΕ ΤΟΝ ΝΕΟ ΚΟΣΜΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ
ΤΟΥ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
Γνωστός και καταξιωμένος τόσο για τα μελετήματά του με θέμα κυρίως τον ελληνικό λαϊκό πολιτισμό όσο και για τη μυθιστορηματική τριλογία του Το Ίδιο και το Άλλο (1995-2007), ο Γιάννης Κιουρτσάκης φαίνεται να ακολουθεί και στο νέο βιβλίο του το πυκνό αφηγηματικό δοκίμιο Ένας χωρικός στη Νέα Υόρκη, το νήμα που συνέχει το συγγραφικό έργο του: τη σχέση του Εαυτού με τον ατομικό και συλλογικό Άλλο. Τον άξονα της αφήγησης αποτελεί η εξιστόρηση, υπό μορφή ταξιδιωτικών εντυπώσεων καταγραμμένων σε ημερολόγιο, ενός ταξιδιού του συγγραφέα στη Νέα Υόρκη από τις 19 Μαρτίου έως τις 3 Απριλίου 2005. Αυτό το ημερολόγιο ο Κιουρτσάκης επεξεργάστηκε το καλοκαίρι του 2008 και το συμπλήρωσε τον Απρίλιο του 2009 με τις τελευταίες ενότητες του βιβλίου, αναφερόμενες στην παγκόσμια οικονομική κρίση και τις προσδοκίες που γέννησε η εκλογή του Μπαράκ Ομπάμα. Ο δοκιμιακός χαρακτήρας του βιβλίου απορρέει από το στοχαστικό κέντρο του: το ερώτημα πώς αντικρύζει τη Νέα Υόρκη, το πραγματικό και συμβολικό προπύργιο του νέου κόσμου και το επίκεντρο του σύγχρονου πολιτισμού, ένας «χωρικός», ένας σημερινός Έλληνας ζυμωμένος με την ευρωπαϊκή παιδεία.

Αυτός λοιπόν ο χωρικός, φορέας της κουλτούρας του παλαιού κόσμου, με αφορμή τα εμπειρικά ερεθίσματα του ταξιδιού του στη Νέα Υόρκη, αναδιφεί την πολιτισμική του μνήμη κι αγκιστρώνεται στη δική του ταυτότητα, προσπαθώντας να συλλάβει το νόημα του «μακριά» που συμπυκνώνει η αμερικανική μεγαλούπολη για τον Έλληνα και Ευρωπαίο, αναλογιζόμενος εντέλει ποια είναι η κατάσταση του παγκοσμιοποιημένου κόσμου μας, ποια τα προβλήματα και ποιες οι λύσεις τους. Ο μεστός λόγος και το στοχαστικό βάρος του, η μείξη εμπειρίας και σκέψης, η ταλάντωση ανάμεσα στην απαισιοδοξία και την ελπίδα είναι μερικά μόνο από τα στοιχεία που κάνουν την ανάγνωση του βιβλίου σχεδόν συναρπαστική.

Τηρώντας τη βασική συνθήκη συνοχής ενός δοκιμίου με θέμα τη σημερινή παγκόσμια κατάσταση, τη συνθήκη ότι σε έναν χαώδη κόσμο μεγαλύτερη στοχαστική ισχύ έχουν τα ερωτήματα ενός διανοούμενου απ΄ ό,τι οι απαντήσεις τους, ο Κιουρτσάκης κλείνει το βιβλίο του με το ερώτημα: «Μήπως μπορούμε πια να αρχίσουμε να αισθανόμαστε και να σκεφτόμαστε, με την ψυχή και το μυαλό ενός σύγχρονου κοσμοπολίτη χωρικού, τα όρια του κόσμου μας;» (σ. 140). Το δοκίμιο ρέπει προς την καταφατική απάντηση, αυτή ωστόσο προσδιορίζεται από τη στάση του συγγραφέα έναντι της δικής του ταυτότητας ως έλληνα χωρικού.

Απογοήτευση

«Ένας άνθρωπος που, ασυναίσθητα, κουβαλάει στο σώμα του και στην ψυχή του μιαν υπόγεια παράδοση ζυμωμένη με την παμπάλαια ελληνική εμπειρία» (σ. 138). Έτσι βλέπει τον εαυτό του ο Γιάννης Κιουρτσάκης. Και στο όνομα αυτής της παράδοσης, εκφράζει σε αρκετά σημεία του δοκιμίου του την απογοήτευσή του για τη σύγχρονη Ελλάδα. Στο υπόβαθρο της αμφιθυμικής, άλλοτε επικριτικής κι άλλοτε θαυμαστικής, ματιάς του για την Αμερική ανιχνεύεται ο στοχασμός του Γιώργου Σεφέρη για τη θέση του Ελληνισμού στον σύγχρονο κόσμο.

Το δικό μου ερώτημα ως αναγνώστης είναι αν μια τέτοια, ελληνοκεντρική στο βάθος της, αντίληψη του «χωρικού» Εαυτού λειτουργεί ανασχετικά στην οικείωση και την αποδοχή του παγκόσμιου Άλλου. Η διελκυστίνδααντίφαση ανάμεσα στον πανάρχαιο χωρικό Εαυτό και τον παγκοσμιοποιημένο σύγχρονο Άλλο δεν είναι άλλωστε η καταστατική συνθήκη συγκρότησης της διαρκώς υπό αναζήτηση, ανερμάτιστης ταυτότητας του νεώτερου Έλληνα, διανοούμενου και μη;