Στο τεύχος του Βιβλιοδρομίου της 5-6/12/2009 δημοσιεύθηκε μία εκτενής επιστολή του κ. Πέτρου Μακρή- Στάικου ως απάντηση στα άρθρα που οι καθηγητές Ηλίας Νικολακόπουλος και Χάγκεν Φλάισερ είχαν δημοσιεύσει («ΤΑ ΝΕΑ», Βιβλιοδρόμιο 28-29/11/2009) σχετικά με την έκθεση που συνέθεσε το 1943 ο Βρετανός ταγματάρχης Ντέιβιντ Ουάλας για τις ελληνικές αντιστασιακές οργανώσεις. Ο Η. Νικολακόπουλος τονίζει:


Δεν θα ασχοληθώ με το ύφος της επιστολής («ανοησίες», «θλιβερή σαλάτα» ή ο υπαινιγμός για «παιδικές ασθένειες»). Όποιος έτυχε να μην την έχει διαβάσει, ας την αναζητήσει στο Διαδίκτυο. Αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα για το πού μπορεί να οδηγηθεί κάποιος όταν χάνει την ψυχραιμία του. Όμως, ακόμη κι αν παρακάμψουμε το ύφος της επιστολής, είναι δύσκολο να εντοπίσει κανείς επί της ουσίας σημεία που θα μπορούσαν να δώσουν λαβή σε κάποιο διάλογο. Ας επιχειρήσουμε εν τούτοις να συνοψίσουμε ορισμένα.

Ο κ. Στάικος ενίσταται γιατί τον εντάσσουμε, μαζί με τον Στάθη Καλύβα, σε «κάποιο φανταστικό “Νέο Κύμα”». Τον όρο όμως έχει εισάγει ο ίδιος ο Καλύβας (μαζί με τον Ν. Μαραντζίδη) ήδη από το 2004 (ΤΑ ΝΕΑ, 20-21/3/2004) ως το διακριτό στίγμα για την ερμηνευτική προσέγγιση που ακολουθούν. Προσφάτως τον έχουν αντικαταστήσει με τον όρο «μετα-αναθεωριτική σχολή», γεγονός που απλώς επικυρώνει πως δεν έχουμε να κάνουμε με πλάσμα φαντασίας.

Ενίσταται επίσης γιατί στη λεζάντα μιας φωτογραφίας αναπαράγονται οι χαρακτηρισμοί του Ουάλας για τον ΕΛΑΣ («μασκαράδες που διοικούνται από δασκάλους») και τον Σαράφη («χαζός», «κακότροπος», «ένα μηδενικό»). Ως απόδειξη για την αντικειμενικότητα του Ουάλας παραθέτει το μισό μόνον απόσπασμα από όσα αναφέρει για τον Άρη Βελουχιώτη. Παραλείποντας βέβαια τους υπόλοιπους χαρακτηρισμούς: «σαδιστής», «ανελέητος», «τυχοδιώκτης».

Ενίσταται, τέλος, γιατί δεν εντάσσουμε στο «Νέο Κύμα» και «τον διαπρεπή Βρετανό ιστορικό Richard Clogg» που πρώτος δημοσίευσε την έκθεση το 2002. Πρόκειται για διπλή κακοπιστία και στρέβλωση. Πρώτον, όσον αφορά την εμπορική και «ιδεολογική» προβολή του βιβλίου (το οποίο τελείως καταχρηστικά διαφημίζεται ως «απόρρητη έκθεση»), όταν πρόκειται για κείμενο δημοσιευμένο και σχολιασμένο πριν από 7 χρόνια. Δεύτερον, και κυριότερο, γιατί αποσιωπάται ο σχολιασμός της έκθεσης από τον Ρίτσαρντ Κλογκ, ο οποίος όπως και εμείς αναδεικνύει την κρίσιμη σημασία του πολιτειακού, επισημαίνει τη σχετλιαστική αντιμετώπιση του ΕΑΜ και παρατηρεί ότι ο Ουάλας φιλοδοξούσε να συμπεριφερθεί ως «μπολσεβίκος πολιτικός κομισάριος» στη Βρετανική Στρατιωτική Αποστολή (ΒΣΑ). Αν ο κ. Στάικος διέθετε επιστημονική δεοντολογία θα όφειλε στην εισαγωγή του να αντιπαρατεθεί με τον σχολιασμό εκείνου που πρώτος εντόπισε και δημοσίευσε την έκθεση, και όχι να υπεκφεύγει σε μια υποσημείωση χαρακτηρίζοντάς τον «πολιτικά χρωματισμένο». Ο ίδιος προφανώς διεκδικεί για τον εαυτό του το μονοπώλιο της αχρωματοψίας.

Η αχρωματοψία του μετατρέπεται σε αμηχανία όταν αποσιωπά τελείως τον ρόλο του Ουάλας και χαρακτηρίζει «μύθο της Αριστεράς» τις ολέθριες συνέπειες που είχε η εκδίωξη από το Κάιρο της αντιπροσωπείας των αντιστασιακών οργανώσεων (ΕΑΜ, ΕΔΕΣ, ΕΚΚΑ) τον Αύγουστο του 1943. «Μύθο» που αποδίδει στον Χ. Φλάισερ, παραλείποντας να αναφέρει ότι με την άποψη αυτή συμφωνούν επίσης οι Έντι Μάγιερς και Κρις Γουντχάουζ, πιθανόν και αυτοί «κρυπτοκομμουνιστές». Όμως, αν κάτι προκύπτει αβίαστα από την έκθεση Ουάλας είναι ότι απέβλεπε κυρίως στην υπονόμευση της πολιτικής που είχε έως τότε ακολουθήσει η ΒΣΑ, η οποία επιθυμού- σε να αποτρέψει τις εμφύλιες συγκρούσεις στην Ελλάδα. «Υπάρχει μεγάλος κίνδυνος το πνεύμα των κατευναστών του Μονάχου, εκείνων που εκδιώχθηκαν από τους διαδρόμους του Ουέστμινστερ, να επιστρέψει στα ελληνικά βουνά» σχολιάζει αναφερόμενος στη ΒΣΑ. Και στη συνέχεια αναρωτιέται ρητορικά αν «αξίζει τον κόπο» να προσπαθήσουν οι Βρετανοί να αποτρέψουν έναν εμφύλιο πόλεμο στην Ελλάδα.

Προφανώς, ορισμένες τουλάχιστον βρετανικές υπηρεσίες δεν δίστασαν να τον υποδαυλίσουν.

Τελικά ο κ. Στάικος εμφανίζεται εξαιρετικά βέβαιος για την ερμηνεία των γεγονότων της Κατοχής: το ΕΑΜ, ο ΕΛΑΣ και το ΚΚΕ ουδέποτε έκαναν Αντίσταση, την οποία έκαναν σημαντικές «οργανώσεις κατασκοπείας» που διατηρούσαν οι βασιλόφρονες (μήπως αναφέρεται και στους Χίτες;). Κατά την άποψή του, το ΚΚΕ «από τις αρχές Αυγούστου του 1943 προετοιμάζεται για βίαιη κατάκτηση της εξουσίας» (κι ας επισημαίνει στην έκθεσή του ο Ουάλας το αντίθετο, σελ. 66-73). Ως ακλόνητη απόδειξη αναφέρει την έκθεση Μακρίδη για την κατάληψη της Αθήνας. Παραβλέποντας τα ενδογενή προβλήματα της «έκθεσης» η οποία συντάχτηκε «κατ΄ εντολή» του Ν. Ζαχαριάδη στις 16 Αυγούστου 1946(!), με σκοπό να εκθέσει την κατοχική ηγεσία του ΚΚΕ προετοιμάζοντας το κομματικό κατηγορητήριο για τον Γ. Σιάντο. Και προφανώς αγνοεί πως αρκετούς μήνες πριν από το, άγνωστο στο πρωτότυπο, σχέδιο Μακρίδη, ο ΕΔΕΣ είχε καταστρώσει σχέδιο το οποίο προέβλεπε την «κατάληψη της εξουσίας εν Ελλάδι» και την «άμεση επιβολή της Δημοκρατικής Επαναστάσεως (…) διά της ταχίστης καταλήψεως των νευραλγικών σημείων της πρωτευούσης». Με αντίστοιχα στρατιωτικά σχέδια ως επιχείρημα, μπορεί να τεκμηριώσει κανείς ότι σταθερός στόχος της ελληνικής πολιτικής, επί πολλά χρόνια, ήταν να καταλάβει την Κωνσταντινούπολη, τη Σόφια, το Μοναστήρι και τα Τίρανα.