Τον «Θείο Βάνια» του Τσέχωφ εκσυγχρονίζει ο Γιάννης Χουβαρδάς για το Εθνικό Θέατρο
Με τον «Θείο Βάνια» του Άντον Τσέχωφ εγκαινιάζεται και θεατρικά (μετά την ειδικά σχεδιασμένη για την έναρξη χοροθεατρική παράσταση «Πουθενά» του Δημήτρη Παπαϊωάννου) η ανακαινισμένη Κεντρική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου. Καθώς είναι η πρώτη καθαρά θεατρική παράσταση που σηματοδοτεί τη νέα πορεία του θεάτρου ο «Θείος Βάνιας», σε σκηνοθεσία του καλλιτεχνικού διευθυντή, αποκτά ιστορική σημασία. Παρότι ο Τσέχωφ είναι ένας συγγραφέας τον οποίο το ελληνικό κοινό αγαπά και γνωρίζει μάλλον καλά, ο «Θείος Βάνιας» ανέβηκε μόνο μία φορά στο Εθνικό από τον Κάρολο Κουν. Φέτος, 46 χρόνια μετά, ανεβαίνει δεύτερη φορά, σε μια παράσταση που σκηνοθετεί ο τολμηρός στις σκηνικές αναγνώσεις κλασικών έργων Γιάννης Χουβαρδάς. Γι΄ αυτό και κανείς δεν περιμένει να δει το κτήμα του Σερεμπριακόφ, όπου διαδραματίζεται το τσεχωφικό αριστούργημα, να ακούσει πουλάκια που κελαηδούν στην εξοχή ή να δει τους ηθοποιούς να πίνουν τσάι από το σαμοβάρι. Μπόλικη βότκα πίνουν, χορεύουν και ακούνε τραγούδια της Πιάφ. Άνθρωποι σημερινοί, πλάσματα ημιτελή και αδύναμα, θα ελπίσουν σε μια δεύτερη ευκαιρία.

Ο «Θείος Βάνιας» που είναι έργο της τελευταίας, ώριμης περιόδου αναπλάστηκε και ολοκληρώθηκε δέκα χρόνια μετά την πρώτη γραφή, που είχε τον τίτλο «Το στοιχειό του δάσους» (1889). Κάτω από την απλή ροή των γεγονότων κλιμακώνονται πυκνές εσωτερικές εντάσεις.

«Η πλοκή στο θεατρικό έργο δεν είναι καθόλου απαραίτητη. Στη ζωή δεν υπάρχουν πλοκές. Στη ζωή είναι όλα ανακατεμένα- το βαθύ με το ρηχό, το μεγαλοπρεπές με το μηδαμινό, το τραγικό με το γελοίο» έγραφε ο Τσέχωφ στον φίλο του, συγγραφέα Ποτάπενκο. Μια λεπτή μελαγχολία διαπερνά τα πρόσωπα που συγκεντρώνονται στο υποστατικό του συνταξιούχου καθηγητή Σερεμπριακόφ (Μάνος Βακούσης) που συντηρεί ο Βάνιας (Νίκος Χατζόπουλος), αδελφός της πρώτης γυναίκας του, και όπου ζει η Σόνια (Άλκηστη Πουλοπούλου), κόρη του καθηγητή και ανιψιά του Βάνια. Εκεί έρχονται ο καθηγητής και η νεαρή γυναίκα του Ελένα (Μαρία Σκουλά) και βρίσκουν το γιατρό Άστροφ (Ακύλας Καραζήσης), τον ξεπεσμένο γαιοκτήμονα Τελιέγκιν (Μάνος Σταλάκης), τη γριά παραμάνα (Γιάννης Βογιατζής), τον εργάτη του κτήματος (Γιάννης Τεμπερλίδης) και τη μητέρα της πρώτης γυναίκας του καθηγητή (Μάγια Λυμπεροπούλου), που θα αντιμετωπίσουν ανατροπές της καθημερινότητάς τους.

Και όπως στις μεγάλες αναταράξεις που αρχίζουν από τον βυθό, έτσι και στους τσεχωφικούς ήρωες βγαίνουν στην επιφάνεια επιθυμίες ανείπωτες, πόθοι ανεκπλήρωτοι, ενώ μια σκιά απαισιοδοξίας διαπερνά τη γενική φθορά. Ακόμα και ο χάρτης που δείχνει ο Άστροφ (το πρώτο θεατρικό και αφάνταστα επίκαιρο οικολογικό μήνυμα) παρουσιάζει την καταστροφή που έχει αρχίσει να βαραίνει την ατμόσφαιρα. «Πρέπει να ζήσουμε». «Θα δουλέψουμε». «Θα αναπαυτούμε» λέει στο τέλος η Σόνια, «συμφιλιωμένη» με την ηρεμία της ρουτίνας που επανεγκαθίσταται μελαγχολικά.

ΙΝFΟ

Από το Σάββατο (προπαράσταση την Παρασκευή), στην Κεντρική Σκηνή του Εθνικού (Αγ. Κωνσταντίνου 22- 24, Ομόνοια, τηλ. 210-5288.170).

Ο χορός της απόγνωσης


Ο Γιάννης Χουβαρδάς προσαρμόζει το κείμενο στη μετάφραση της Χρύσας Προκοπάκη, ειδικά για την παράσταση, όπου όμως η σκηνοθεσία του γίνεται μέρος της δραματουργίας. «Πρόσωπα παγιδευμένα στη φθορά της καθημερινότητας, τη μοναξιά, την πλήξη και την ανία, αναζητούν τον τρόπο να δώσουν νόημα στη ζωή τους, ενώ γύρω τους ο κόσμος, η φύση, τα ανθρώπινα συναισθήματα αλλάζουν και σταδιακά εκφυλίζονται», σημειώνει ο σκηνοθέτης. «Στην απόγνωσή τους επιστρατεύουν χορό, μουσική, τραγούδι, τσάι αλλά και βότκα, χωρίς να ξεχνούν ακόμα και τον σαρκασμό ή την αυτογελοιοποίηση. Όλα όμως αποδεικνύονται μάταια μπροστά στην ιστορική λαίλαπα που εισχωρεί από τις χαραμάδες της μεγάλης τζαμαρίας και τυλίγει τα πάντα σε μια γλυκιά παρακμή».