Ο ΣΚΩΤΣΕΖΟΣ ΙΑΝ ΡΑΝΚΙΝ, Ο ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ
ΣΗΜΕΡΑ ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΣ
ΤΟΥ ΑΓΓΛΙΚΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΥ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΟΣ, ΕΚΛΕΙΣΕ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ ΣΤΟΝ ΕΜΒΛΗΜΑΤΙΚΟ ΤΟΥ ΗΡΩΑ, ΤΟΝ ΕΠΙΘΕΩΡΗΤΗ ΡΕΜΠΟΥΣ, ΚΑΙ ΔΟΚΙΜΑΖΕΙ ΑΛΛΕΣ ΠΟΡΤΕΣ, ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΑΚΟΜΑ ΣΙΓΟΥΡΟΣ ΠΟΙΑ ΑΠ΄ ΟΛΕΣ ΘΑ ΑΝΟΙΞΕΙ. ΚΟΙΝΩΣ, ΨΑΧΝΕΤΑΙ
Το Με τις Πόρτες Ανοιχτές είναι το πρώτο μυθιστόρημα του Ίαν Ράνκιν που κατατάσσεται στη «μετά Ρέμπους» εποχή. Αυτό δημιουργεί στον αναγνώστη ένα αίσθημα ευχαρίστησης και ταυτόχρονα ένα αίσθημα αναμονής. Η ευχαρίστηση έχει να κάνει με την ανακούφιση ότι ο Ράνκιν δεν βγήκε στη σύνταξη μαζί με τον ήρωά του, αλλά συνεχίζει. Το αίσθημα της αναμονής πάλι προκύπτει από το μεταβατικό του μυθιστορήματος.

Αυτή η μεταβατικότητα είναι ορατή σε πολλά στάδια και σε διάφορες πτυχές του μυθιστορήματος. Καταρχήν στο είδος. Ο Ράνκιν δεν γράφει ένα αστυνομικό μυθιστόρημα, αλλά δοκιμάζει τις ικανότητές του στο θρίλερ. Ο αναγνώστης δεν χρειάζεται να αγωνιά για να ανακαλύψει τον δολοφόνο. Πρώτον, διότι δεν υπάρχει φόνος και δεύτερον, διότι οι ένοχοι είναι γνωστοί από την αρχή. Αυτήν τη φορά, ο Ράνκιν διηγείται την ιστορία μιας ληστείας. Το ανατρεπτικό στοιχείο της ιστορίας είναι ότι οι ληστές δεν ανήκουν ούτε στους τρομοκράτες, ούτε στο οργανωμένο έγκλημα, ούτε εν γένει στον υπόκοσμο. Είναι τρεις φιλότεχνοι που δεν χάνουν καμία δημοπρασία έργων τέχνης. Ο ένας έχει κάνει μια τεράστια περιουσία ως συνιδιοκτήτης μιας επιχείρησης προγραμμάτων για υπολογιστές. Ο δεύτερος είναι υψηλόβαθμο στέλεχος μιας μεγάλης τράπεζας. Και ο τρίτος είναι ο πρύτανης της Σχολής Καλών Τεχνών του Εδιμβούργου. Οι τρεις τους αποφασίζουν να ληστέψουν την Εθνική Πινακοθήκη της Σκωτίας.

Η δικαιολογία που εφευρίσκουν για να δικαιολογήσουν την πράξη τους είναι ότι η Πινακοθήκη κρατάει κλειδωμένο στις αποθήκες της ένα μεγάλο μέρος των θησαυρών της, και συνεπώς τους στερεί από την τέχνη και τους φιλότεχνους. Με αυτό το αστείο επιχείρημα ο Ρόμπερτ Γκίσινγκ, πρύτανης της Σχολής Καλών Τεχνών, πείθει τους άλλους δύο να συμμετάσχουν στη ληστεία.

Οι ληστείες έχουν ένα μειονέκτημα: ξέρεις πώς θα καταλήξουν. Από την κλασική Μεγάλη Ληστεία του Τρένου και μετά, όλες οι ληστείες τελειώνουν με τη σύλληψη των δραστών. Και αυτό κάνει το μυθιστόρημα διπλά προβλέψιμο. Δεν ξέρουμε μόνο τους δράστες, αλλά και την έκβαση της ληστείας.

Στο Με τις Πόρτες Ανοιχτές η ληστεία στραβώνει, επειδή οι τρεις επίδοξοι ληστές δεν μπορούν να τα βγάλουν πέρα μόνοι τους. Αυτό τους αναγκάζει να εμπλέξουν τον Κάλογουεϊ, που είναι από τα μεγάλα ονόματα του υποκόσμου στο Εδιμβούργο. Όταν τρεις ερασιτέχνες συνεταιρίζονται με έναν επαγγελματία κακοποιό, όλοι, και οι αναγνώστες, ξέρουν ότι οι ερασιτέχνες θα βγουν χαμένοι. Ωστόσο η υπόθεση μπλέκεται ακόμα περισσότερο, επειδή ο Κάλογουεϊ χρωστάει, και μια σπείρα από το εξωτερικό τον κυνηγάει, για να πάρει τα λεφτά της. Ο Κάλογουεϊ ελπίζει να ξεμπλέξει με τους ακριβούς πίνακες, μόνο που τα πράγματα στραβώνουν στην πορεία.

Αυτή είναι η μία αδυναμία του μυθιστορήματος. Οι ανατροπές δεν έρχονται ως ανατροπές του προφανούς ή του αναμενόμενου, αλλά μέσα από συνεχή μπλεξίματα, που θολώνουν το τοπίο.

Παρακολουθήσεις

Η δεύτερη αδυναμία είναι οι παρακολουθήσεις. Στο Με τις Πόρτες Ανοιχτές όλοι παρακολουθούν όλους. Ο Κάλογουεϊ παρακολουθεί τους τρεις ερασιτέχνες ληστές. Η ξένη σπείρα παρακολουθεί τον Κάλογουεϊ και η αστυνομία παρακολουθεί τους πάντες. Αυτές οι παρακολουθήσεις έχουν το πλεονέκτημα να κάνουν πειστική τη λύση, από την άλλη, όμως, είναι και ένα εύκολο, έως τετριμμένο, τέχνασμα.

Προσπάθησα να καταλάβω πού οφείλεται η πικρή γεύση που μού άφησε ο καινούργιος Ράνκιν. Η πιο προφανής αιτία είναι ότι μού έλειψε ο επιθεωρητής Ρέμπους. Κακά τα ψέματα, δεν είναι μόνο ο συγγραφέας που έχει δυσκολίες να αποκοπεί από έναν τόσο σπουδαίο ήρωα, αλλά και ο αναγνώστης. Ίσως πάλι να οφείλεται και στο τελευταίο κεφάλαιο, το οποίο προσφέρει μια, κατά τη γνώμη μου, συμβατική λύση. Δεν αποκλείεται να μου έλειψε και η πόλη του Εδιμβούργου, της οποίας η παρουσία δεν είναι εδώ τόσο καταλυτική όσο στα προηγούμενα μυθιστορήματα του Ράνκιν.

Φοβάμαι όμως ότι η πικρή γεύση οφείλεται στην έλλειψη προσωπικότητας. Δεν αναζητούμε μόνο τον Ρέμπους, αλλά και μια προσωπικότητα αντάξιά του.

Κανένας από τους τρεις επίδοξους ληστές δεν διαθέτει αυτό το χάρισμα. Και ο αστυνόμος του μυθιστορήματος, ο Ράνσομ, είναι ένας μάλλον άχρωμος επαγγελματίας.