ΛΑΜΠΟΝΤΑΣ ΠΕΡΥΣΙ ΔΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟ ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ, Ο ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΒΟΓΙΑΤΖΗΣ

ΕΠΙΣΤΡΕΦΕΙ ΤΩΡΑ ΣΤΗ ΣΚΗΝΗ, ΣΚΗΝΟΘΕΤΩΝΤΑΣ ΚΑΙ ΠΑΙΖΟΝΤΑΣ ΣΤΟ «ΥΣΤΑΤΟ ΣΗΜΕΡΑ»,

ΤΟΥ ΚΛΑΪΒ ΜΠΑΡΚΕΡ. ΚΕΡΑΣΑΚΙ ΣΤΗΝ ΤΟΥΡΤΑ, Η ΕΙΔΗΣΗ ΟΤΙ ΩΣ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΣΕΖΟΝ

ΘΑ ΚΑΝΕΙ ΔΥΟ ΑΚΟΜΑ ΠΑΡΑΓΩΓΕΣ

Έναν χρόνο κράτησε κλειστό το θέατρο της «Οδού Κυκλάδων», ανακαινίζοντάς το και κάνοντας πρόβες με τον Δημήτρη Ήμελλο, στο πρωτοπαρουσιαζόμενο έργο του Μπάρκερ «Το ύστατο σήμερα». Η μακρά αναμονή ολοκληρώθηκε, η πρεμιέρα επίκειται κι ακολουθεί το «Θερμοκήπιο» του Πίντερ και τον Ιούνιο το άπαιχτο έργο του Δημήτρη Δημητριάδη «Τόκος».

Μπορεί ο χρόνος να υπερβαίνει τους προγραμματισμούς του, αλλά η «βραδύτητά» του κυοφορεί παραστάσεις σκηνικής, ανθρώπινης λογοτεχνίας. Πολλοί του καταλογίζουν ευθύνες για τις αναβολές, του μειώνουν την επιχορήγηση, τον ειρωνεύονται ως τελειομανή. Στην ουσία, το θέατρό του ασκεί καταλυτική επιρροή στη θεατρική κοινότητα. Διαρκεί, εμπνέει, επηρεάζει.

Γι΄ αυτό και η καινούργια του δουλειά, που σκηνοθετεί και παίζει, είναι από τις πρώτες επιλογές του χειμώνα.

Στο θεατράκι της «Οδού Κυκλάδων», ένα κόσμημα σε μικρή κλίμακα, η σκηνή, θυμίζει μουσείο κουρείου. Όλα εμβληματικά. Δεν διακρίνεις την εποχή. Στο κέντρο, ένα πατάρι με μια πολυθρόνα κουρέα, έχει κάτι απειλητικό (στο τέλος όλα καταστρέφονται). Η δράση λαμβάνει χώρα στο πατάρι. Δύο άντρες. Ο ένας που μιλάει (Λευτέρης Βογιατζής) έχει την εξεζητημένη ενασχόληση του κομιστή κακών ειδήσεων, ο άλλος που ακούει (Δημήτρης Ήμελλος) είναι ο κουρέας. Μοιάζουν με δυνάμεις που έλκονται και απωθούνται. «Γι΄ αυτά τα «τυφλά» πράγματα μιλάει ο Μπάρκερ. Τα έργα του λες και είναι θεωρήματα. Ταυτόχρονα ενέχουν θέατρο. Απόλυτο θέατρο».

Ο Κλάιβ Μπάρκερ, από τους κορυφαίους σύγχρονους συγγραφείς φαντασίας και τρόμου, σκοτεινός και ανατρεπτικός, γνωστός κυρίως από τις νουβέλες, τα σενάρια και τα σχέδιά του, δημιουργεί στα θεατρικά του κόσμους ερεβώδεις, κάθετης βύθισης στην οδύνη και την καταστροφή. Από τα πιο ενδιαφέροντα το «Ύστατο σήμερα», που επέλεξε να ανεβάσει ο Βογιατζής στη μετάφραση της Τζένης Μαστοράκη, με σκηνικά- κοστούμια Ελένης Μανωλοπούλου και φωτισμούς Λευτέρη Παυλόπουλου.

«Δεν διαβάζω έργα πολλά. Κατά καιρούς έναν αριθμό παλιών μαζί με καινούργια. Αυτό του Μπάρκερ ήταν μια πρόταση της Έλσης Σακελαρίδου. Όταν το διάβασα, συνταράχτηκα. Είχα την έντονη αίσθηση ότι ήμουν σε πόλεμο. Όχι έναν πόλεμο αντίθεσης, αλλά έναν πόλεμο βαθύ και αναγκαίο. Για να το καταλάβω απόλυτα, έπρεπε να απαλλαγώ από πολλές δικές μου ανασφάλειες. Μιλάει για την ομορφιά της καταστροφής, για την έλξη που υπάρχει στην οδύνη», λέει και μας εισάγει στο θέμα.

«Είναι η ιστορία δύο ανθρώπων που συναντιούνται σε ένα κουρείο. Ο πελάτης έρχεται να κουρευτεί και ταυτόχρονα ισχυρίζεται ότι είναι κομιστής πολύ κακών ειδήσεων, τις οποίες πρόκειται να μεταφέρει στον κουρέα. Σιγά σιγά οι ισορροπίες αλλάζουν και αφηγητής των κακών ειδήσεων γίνεται ο κουρέας, που τις αφηγείται πατώντας πάνω σε προσωπικές του εμπειρίες. Οι κακές ειδήσεις αφορούν κατ΄ αρχήν τον γιο του και την καταστροφή του στρατού στον οποίο υπηρετούσε σε μια τρομερή εκστρατεία, αλλά και τους χιλιάδες συμπατριώτες του- «ο εχθρός έχασε λίγους». Μια εθνική τραγωδία, η οποία τυχαίνει να βασίζεται στην πραγματικότητα. Στην καταστροφική εκστρατεία των Αθηναίων στη Σικελία. Σε σχέση με την εξέλιξη των γεγονότων του έργου, όλη η αφήγηση του κουρέα είναι η αφήγηση του Θουκυδίδη της Σικελικής Εκστρατείας, της πρώτης μεγάλης κατάρρευσης της αθηναϊκής δημοκρατίας. Φυσικά το έργο δεν είναι ιστορικό. Είναι μία κατ΄ αρχήν σύγκρουση δυνάμεων ανάμεσα σε δύο άντρες, για την επικράτηση του ενός στον άλλον. Όλη όμως αυτή η διαδικασία αποκαλύπτει απίστευτες πτυχές της ζωής τους. Και ειδικά για τον κουρέα, είναι μια αναπάντεχη ανακάλυψη και αποκάλυψη του βαθύτερου εαυτού του. Μια εξέλιξη σε μια αυτοανακάλυψη, σαν να ξυπνάει σ΄ έναν εφιάλτη τον εαυτό του. Είναι σαν να εξαγάγει αυτό που αποτελεί τον άνθρωπο. Κι ο άλλος, «ασυγκίνητος σαν θεός» παρακολουθεί, έμπλεος θαυμασμού».

info

Η πρεμιέρα θα δοθεί τέλος Οκτωβρίου, στο θέατρο της «Οδού Κυκλάδων» (Κυκλάδων 11, Κυψέλη, τηλ. 210-

8217.877)

Κάτι σαν αντιστροφή του«κατά βάθος αθώα, μα βαθύτερα διαβολικά»;

Πολύπλοκο το νόημα αυτών των πραμάτων. Το έργο είναι μαθηματικά πλεγμένο, όμως εντελώς αυθόρμητο, σχεδόν ενστικτώδες. Αυτά τα δύο όντα, που συναντιούνται σε μια τερατώδη σύγκρουση, είναι το ανθρώπινο είδος. Σαν δύο γυμνές ενέργειες, που εκκρίνουν μια γκάμα ανθρώπινων συμπεριφορών. Αρχίζουν να πλησιάζονται, περνάνε από τη δυσπιστία σε συμφωνία, μετά στη διαφωνία, στην προσπάθεια επιβολής τού ενός στον άλλον, στο αλληλοσκότωμα. Είναι φορείς αυτόματων κατευθύνσεων και αντιδράσεων.

Της αναζήτησης της απόλυτης αλήθειας για τον εαυτό, όπου η πρόσβαση εκεί δημιουργεί μια σχεδόν καταπιεστική υποχρέωση, η οποία όμως μπορεί να ισούται με τεράστια λύτρωση, αν και ο Μπάρκερ δεν πιστεύει στη λύτρωση- γιατί δεν είναι αριστοτελικός, παρ΄ ότι η τραγωδία είναι το είδος του θεάτρου που πιστεύει απόλυτα.

Όλη του η προσπάθεια είναι η συνειδητή εγκαθίδρυση της καταστροφής. Τα θέματά του αναφέρονται σ΄ ένα θέατρο της καταστροφής.

Αναζητώντας την αλήθεια- «ελλείψει ακριβέστερου όρου θα πρέπει να το πούμε αλήθεια»- του έργου,βρίσκετε την αλήθεια του θεάτρου;

Η αφήγηση της ιστορίας, η οποία συντελείται μέσα από τη φαντασία και την εμπειρία, είναι σχεδόν παράλληλη με τα βήματα της καλλιτεχνικής εμπειρίας. Τόσο πολύπλοκα και πόσο καθαρά. Όλα χρειάζονται ένα ξεκαθάρισμα, που όταν συντελείται γεννάει καινούργιες σκοτεινιές. Γι΄ αυτό πιστεύω πως η τελειομανία είναι κάτι στείρο. Ο Λευτέρης Βογιατζής δημιουργεί αντιφατικά συναισθήματα. Ένας εστέτ, που κάνει τις πιο απίθανες δουλειές, καθώς έχει συν όλα τα άλλα την ευθύνη του θεάτρου και των παραγωγών του, που κυκλοφορεί με μηχανάκι κάνοντας τις πιο απίθανες διαδρομές μ΄ αυτό, μέχρι και… εκδρομές.

«Δίνω μια λανθασμένη εντύπωση, ότι το θέατρο για μένα είναι το παν. Είναι, από την ώρα που αναλαμβάνω μια δουλειά. Το ότι παίζω, σκηνοθετώ κι έχω όλες τις ευθύνες της παραγωγής και του θεάτρου είναι αγώνας. Δεν έχω την ηρεμία που χρειάζομαι στην πρόβα. Αλλά αυτό είναι μέσα στην ιστορία μου. Δεν μπορώ να πω ότι το απολαμβάνω. Με τίποτα. Όμως, οι ελάχιστες στιγμές που με έχουν αγγίξει, είναι «πολύ». Γιατί το πολύ είναι μέσα στο λίγο. Πηγαίνοντας στον Άνδρο για μία μέρα, ονειρεύομαι τις δύο ώρες του πλοίου, που λέω να μην τελειώσουν. Στη μέση της θάλασσας, μόνος, όπου τίποτα δεν μπορώ να κάνω, είμαι στο έλεος του εαυτού μου. Αυτό το λίγο, γίνεται τεράστιο».