Ο ΠΕΤΡΟΣ ΜΑΡΚΑΡΗΣ ΠΑΙΡΝΕΙ ΤΗ ΣΚΥΤΑΛΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΛΛΙΑ ΠΑΠΑΔΑΚΗ, ΤΟΝ ΑΛΕΞΗ ΠΑΝΣΕΛΗΝΟ ΚΑΙ ΤΟΝ ΒΑΣΙΛΗ ΓΚΟΥΡΟΓΙΑΝΝΗ, ΓΙΑ ΝΑ ΣΧΟΛΙΑΣΕΙ ΤΗΝ ΞΕΝΟΦΟΒΙΑ ΠΟΥ ΕΞΑΠΛΩΝΕΤΑΙ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΛΑΜΒΑΝΟΝΤΑΣ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΕΣ ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ, ΚΑΘΩΣ ΟΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ ΜΕΤΑΤΡΕΠΟΝΤΑΙ ΣΕ ΑΠΟΔΙΟΠΟΜΠΑΙΟΥΣ ΤΡΑΓΟΥΣ ΠΟΥ ΕΥΘΥΝΟΝΤΑΙ ΤΑΧΑ ΓΙΑ ΟΛΑ ΤΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ. Η ΝΟΟΤΡΟΠΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΑ ΑΛΛΑΖΕΙ, ΜΑΣ ΛΕΕΙ Ο ΜΑΡΚΑΡΗΣ, Η ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΦΙΛΟΞΕΝΙΑ, Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ, ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ Η ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΑΓΑΠΗ ΠΑΡΑΜΕΡΙΖΟΝΤΑΙ· Ο ΦΙΛΟΤΟΜΑΡΙΣΜΟΣ ΒΑΦΤΙΖΕΤΑΙ ΧΡΕΟΣ ΚΑΙ Η ΒΙΑ, ΑΜΥΝΑ, ΕΝΩ Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΑΠΟΔΕΧΕΤΑΙ ΠΑΘΗΤΙΚΑ ΚΑΘΕ ΕΚΤΡΟΧΙΑΣΜΟ ΤΩΝ ΜΕΛΩΝ ΤΗΣ
Τα ρούχα ήταν απλωμένα στον αυλόγυρο, άλλα πάνω σε καρέκλες και άλλα στα σκαλοπάτια της εκκλησίας. Τα περισσότερα ήταν αντρικά: μακό, τζιν και πουκάμισα. Εξίσου πλούσια ήταν η προσφορά και στα παιδικά. Τα γυναικεία υστερούσαν και σε ποσότητα και σε ποικιλία.

Οι ενδιαφερόμενοι ήταν μετανάστες από διάφορες τριτοκοσμικές χώρες, όλοι τους μελαχρινοί, κατά πλειοψηφία με μουστάκι, ενώ οι περισσότερες γυναίκες φορούσαν μαντίλα.

Ένας γεράκος που έσερνε το δεξί πόδι του και στηριζόταν σε μια μαγκούρα, έψαχνε να βρει ένα πουκάμισο στα μέτρα του. Τελικά, διάλεξε ένα παρδαλό, απ΄ αυτά που φοράνε οι Αμερικάνοι σαν υπογραφή.

Ο πατέρας Ιωάννης Περδίκης είχε καθήσει ψηλά, μπροστά στην είσοδο του ναού, για να εποπτεύει τον χώρο και να είναι σίγουρος ότι η διανομή του ρουχισμού γινόταν με τάξη και χωρίς διαπληκτισμούς. Τα ρούχα τα μάζευε η Σωτηρία, η γεροντοκόρη αδελφή του. Όταν ο παπαΓιάννης έφευγε για την ενορία, η Σωτηρία συγύριζε το σπίτι, έβαζε το φαγητό και μετά έπαιρνε σβάρνα τις ενορίες της Αθήνας για να μαζέψει ρούχα, παπούτσια και ό,τι άλλο έβρισκε «για τους άπορους». Οι συνάδελφοι του αδελφού της έδιναν πρόθυμα ό,τι είχαν συγκεντρώσει από τους ενορίτες τους, άλλοι επειδή βαριόντουσαν να τα μοιράσουν οι ίδιοι, άλλοι επειδή ήξεραν ότι με τον πατέρα Ιωάννη θα έπιαναν περισσότερο τόπο γιατί η ενορία του βρισκόταν στην καρδιά της εισαγόμενης πενίας. Η Σωτηρία επιθεωρούσε τη συγκομιδή, έκανε το ξεσκαρτάρισμα και μετά επιστράτευε τον Αλέκο να τα μεταφέρει με το αγροτικό του στην ενορία του αδελφού της.

Από εκεί που επόπτευε τον χώρο, ο πατέρας Ιωάννης τους είδε να έρχονται. Τρεις άντρες και μια γυναίκα- η «Επιτροπή Αγώνα». Μόλις μπήκαν στον αυλόγυρο δημιουργήθηκε μια αντίστροφη κίνηση. Οι μετανάστες άρχισαν να φεύγουν, προσεκτικά και αθόρυβα. Οι περισσότεροι άφηναν τα ρούχα που είχαν ξεχωρίσει, να γλιστρήσουν χάμω πίσω από την πλάτη τους. Άλλοι τα κρατούσαν σφιχτά πάνω στον αφαλό τους, κυρίως οι γυναίκες με παιδιά.

Η Επιτροπή δεν τους έδωσε καμιά σημασία. Είχε στραμμένο το τετραπλό βλέμμα της στον πατέρα Ιωάννη. Οι δυο άντρες ήταν ντυμένοι συμβατικά, με πουκάμισο ο ένας, μακό μπλουζάκι ο άλλος, τζιν και οι δυο. Η γυναίκα ήταν σαραντάρα, βαμμένη χειροπόδαρα και φορούσε μια μπλούζα, που άφηνε να εξέχει το πλούσιο στήθος της. Ο τέταρτος της παρέας ήταν ένας νεαρός μποντιμπιλντεράς με τα δυο μπράτσα γεμάτα τατουάζ έως τα δάχτυλα, ξυρισμένο κεφάλι και σκουλαρίκι στο δεξί αυτί. Στήθηκαν μπροστά στα σκαλοπάτια και περίμεναν από τον πατέρα Ιωάννη να τους καλέσει. Η πρόσκληση αργούσε και έτσι ανέβηκαν μόνοι τους.

«Τι θα γίνει, πάτερ;» ρώτησε η σαραντάρα και έδειξε την αυλή, που στο μεταξύ είχε αδειάσει, εκτός από τον γέρο με τη μαγκούρα. «Εμείς κοιτάζουμε πώς θα τους διώξουμε κι εσύ το έχεις δει μάγος με τα δώρα».

«Κάποτε τους έδινες μόνο συσσίτιο, τώρα τους μοιράζεις και ρούχα», είπε ο άντρας με το μακό. «Γιατί να φύγουν, αφού έχουν εσένα που τους ντύνει και τους ταΐζει;».

«Η συνοικία υποβαθμίζεται, δεν το βλέπεις παπα-Γιάννη;» τον ρώτησε ο άντρας με το πουκάμισο. «Στο τέλος θα μας αναγκάσουν να τους πουλήσουμε τα διαμερίσματά μας για ένα κομμάτι ψωμί και να φύγουμε, γιατί δεν θα βρίσκουμε άλλον αγοραστή. Αν δεν τους διώξουμε εμείς, θα μας διώξουν αυτοί».

Ο πατέρας Ιωάννης κοίταξε τον άντρα και σχολίασε ήρεμα. «Είναι οδοιπόροι. Οι ασθενείς και οι οδοιπόροι χρίζουν βοηθείας».

«Αυτό λέμε κι εμείς», συμφώνησε ο άντρας με το μακό. «Αφού είναι οδοιπόροι, να πάνε κάπου αλλού. Εμείς είμαστε μονιμάδες».

Ο παπάς στράφηκε στη σαραντάρα. «Εσύ, Άννα, είσαι θεοσεβούμενη. Πώς και ξέχασες το “αγάπα τον πλησίον σου”;».

«Ποιος πλησίον, πάτερ;» μπήκε για πρώτη φορά στη συζήτηση ο νεαρός με το τατουάζ. «Μας είπατε ότι οι Αλβανοί είναι οι πλησίον μας και τους φορτωθήκαμε. Μας είπατε ότι οι Βούλγαροι και οι Ρουμάνοι είναι οι πλησίον μας και μας φάγανε τις δουλειές. Τώρα έγιναν πλησίον μας και αυτοί που έρχονται από τα βάθη της Ασίας; Γίναμε κοντοχωριανοί και με την Ασία τώρα;».

Ο πατέρας Ιωάννης γύρισε και τον κοίταξε, για πρώτη φορά από τότε που άρχισε η συζήτηση. «Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός ήταν ένας μετανάστης, όπως αυτοί», του είπε.

«Ήταν μετανάστης ο Χριστός;» ρώτησε ο άντρας με το μακό την Άννα, προφανώς, γιατί τη θεωρούσε πιο ενημερωμένη στα εκκλησιαστικά.

Η Άννα έκανε μια κίνηση απορίας. «Τι να σου πω, εγώ ξέρω ότι ήταν Ιουδαίος», του απάντησε. «Ιουδαίος ήταν», επιβεβαίωσε κατηγορηματι κά ο άντρας με το πουκάμισο. «Γι΄ αυτό και είπε το “αγάπα τον πλησίον σου”, γιατί εκεί ήταν όλοι Ιουδαίοι. Κι εδώ, αν ήμασταν όλοι Έλληνες, το “αγάπα τον πλησίον σου” θα το καταλάβαινα. Έλα όμως που γίναμε οι σαράντα φυλές του Ισραήλ». «Ο Κύριος ημών ήταν ένας θρησκευτικός μετανάστης», επέμεινε ο παπάς. «Μετανάστευσε στον Χριστιανισμό και ήταν ένας χριστιανός μετανάστης ανάμεσα σε Ιουδαίους. Οι Ιουδαίοι τον κυνήγησαν επειδή μετανάστευσε σε άλλη θρησκεία. Όπως κι εσείς κυνηγάτε τώρα τους άμοιρους που μετανάστευσαν σε άλλη χώρα».

«Μπράβο, τώρα μιλάς σωστά», επικρότησε ο νεαρός με το τατουάζ. «Οι Εβραίοι τον σταύρωσαν και από τότε κάνουν κουμάντο στον κόσμο. Δεν μας έφταναν αυτοί, μας βγήκε και το Ισλάμ. Γι΄ αυτό λέμε να τους στείλουμε πίσω, για να σφαχτούν μεταξύ τους και να βρούμε την ησυχία μας».

«Ξέρεις ότι σε σεβόμαστε και σ΄ εκτιμάμε, πάτερ Ιωάννη», του είπε η Άννα. «Αλλά κάνε κι εσύ λίγο κράτει».

«Κατάλαβέ το, για να μην έχουμε παρατράγουδα», συμπλήρωσε ο άντρας με το μακό. «Δεν είμαστε ούτε Γλυφάδα ούτε Εκάλη. Είμαστε μια μεσαία συνοικία και τα διαμερίσματα τα αγοράσαμε από το υστέρημά μας. Δεν μπορεί να τα πήραμε εκατό και τώρα ν΄ αξίζουν τριάντα. Είναι καταστροφή για μας και τα παιδιά μας».

Μετά, γύρισαν κι έφυγαν. Ο πατέρας Ιωάννης σηκώθηκε αργά από την καρέκλα του και κατέβηκε στον αυλόγυρο, για να μαζέψει τα ρούχα και να τα πάει στη μικρή αποθήκη.

Ότι «τα παρατράγουδα» δεν ήταν απλώς τρόπος του λέγειν το κατάλαβε έπειτα από μερικά βράδια, όταν χτύπησε το κουδούνι του διαμερίσματος και βρήκε στο κατώφλι τον Αλέκο. Στην αρχή νόμισε ότι ήρθε να του πει πως είχε πάει τα ρούχα στην αποθήκη. Τον είδε όμως αναστατωμένο και ξαφνιάστηκε.

«Τι έπαθες;» ρώτησε τον Αλέκο.

«Έλα κάτω και θα δεις».

Το αγροτικό του Αλέκου ήταν παρκαρισμένο μπροστά στην είσοδο της πολυκατοικίας. Τα ρούχα ήταν ακόμα στην καρότσα, αλλά κάποιοι τους είχαν βάλει φωτιά. Ο πατέρας Ιωάννης και η Σωτηρία έμειναν να τα κοιτάζουν, άλλα καμένα, άλλα τσουρουφλισμένα και όλα μουσκεμένα.

«Πρώτα έβαλαν τη φωτιά και μετά την έσβησαν μόνοι τους, πριν απλωθεί», τους εξήγησε ο Αλέκος. «Μου είπαν ότι αυτή ήταν μια προειδοποίηση και ότι την άλλη φορά θα μου κάψουν το αμάξι. Και ο κόσμος στεκόταν γύρω και έκανε χάζι». Ο παπάς και η Σωτηρία δεν είπαν τίποτα. Κοιτούσαν άφωνοι την καρότσα του αγροτικού. «Πάω να τα πετάξω στη χωματερή», συνέχισε ο Αλέκος. «Και είναι η τελευταία χάρη που σου κάνω. Η καλοσύνη μου δεν φτάνει στο να χάσω το ψωμί μου». Άνοιξε την πόρτα του οδηγού, αλλά σταμάτησε και κοίταξε τον πατέρα Ιωάννη. «Στη θέση σου θα φυλαγόμουνα περισσότερο, παπαΓιάννη. Αν σ΄ εμένα έκαναν αυτά, δεν ξέρω τι μπορούν να κάνουν σ΄ εσένα». Μετά έβαλε μπρος και απομακρύνθηκε.

«Θα πρέπει να βρω άλλο μεταφορέα και δεν θα είναι εύκολο», είπε ο παπάς όταν ανέβηκαν πάλι στο διαμέρισμά τους.

«Γιάννη, μην τους προκαλείς», είπε η Σωτηρία. «Έχει δίκιο ο Αλέκος. Είναι αφηνιασμένοι και δεν ξέρεις τι μπορούν να σου κάνουν. Και δεν θα βρεις κανένα να σε υπερασπιστεί. Κάποτε ήταν ποίμνιο. Τώρα ανεβήκανε σκαλί. Έγιναν όλοι τους Πόντιοι Πιλάτοι».

Ο πατέρας Ιωάννης δεν απάντησε. Άρχισε να κατεβάζει βιβλία από τη βιβλιοθήκη του.

Την επόμενη Κυριακή στη λειτουργία, όταν οι πιστοί τον είδαν να εμφανίζεται στην είσοδο του ιερού, έτοιμο να τους μιλήσει, δεν απόρησαν. Ο εμπρησμός του αγροτικού είχε μαθευτεί στη συνοικία, και όλοι περίμεναν να δουν πώς θα αντιδρούσε. Ήταν βέβαιοι ότι θα έπαιρνε αφορμή από το περιστατικό. Ο πατέρας Ιωάννης δεν φαινόταν ωστόσο έτοιμος να ξεσπάσει ούτε καν να βάλει τις φωνές. Στεκόταν σιωπηλός και κοιτούσε το ποίμνιό του, που ήταν πιο πολυπληθές από το συνηθισμένο. Όχι από έξαρση πίστης ούτε λόγω μετάνοιας για την πράξη τους, αλλά από καθαρή περιέργεια ν΄ ακούσουν τι θα έλεγε.

«Ποιος από σας ξέρει πώς χάθηκε η αρχαία Πομπηία;» τους ρώτησε ήρεμα, ύστερα από ώρα.

Οι πιστοί κοιτάχτηκαν ξαφνιασμένοι. Περίμεναν οργή, νουθεσία, αναφορές στη Γραφή. Ερώτηση όμως για το πώς χάθηκε η Πομπηία δεν την περίμεναν. Ακολούθησε μια σιωπή αμηχανίας.

Ο ιερέας περίμενε υπομονητικά.

«Η Πομπηία δεν ήταν κάπου στην Αφρική;» ακούστηκε δειλά κάποιος.

«Μα τι λέτε τώρα; Αυτή ήταν η Αρχαία Καρθάγη», ακούστηκε μια δασκαλίστικη φωνή από το ποίμνιο. «Η Πομπηία ήταν στην Ιταλία, κοντά στον Βεζούβιο και καταστράφηκε όταν ξύπνησε το ηφαίστειο».

«Από σεισμό μάλιστα», επιβεβαίωσε ο πατέρας Ιωάννης. «Μόνο που ο σεισμός ήταν η τιμωρία του Θεού για μια πόλη, η οποία είχε βουλιάξει στην αμαρτία και στην ακολασία. Εμείς οι Έλληνες ζούμε σε μια σεισμογενή χώρα. Ξέρουμε από σεισμούς και ξέρουμε από σεισμικά τόξα. Υπάρχει όμως και ένα τόξο της αμαρτίας, που ξεκινάει από τα Σόδομα και τα Γόμορρα, περνάει από τον Κατακλυσμό, από την Πομπηία και φτάνει έως εμάς. Γίναμε μια χώρα της αμαρτίας, του εύκολου χρήματος, της εύκολης, ζωής και του εγωισμού. Θυμηθείτε όμως τι είπε ο Κύριος: “Αλίμονό σας γραμματείς και Φαρισαίοι, υποκριτές, γιατί δίνετε στον ναό το ένα δέκατο από τον δυόσμο και τον άνηθο και το κύμινο και δεν τηρείτε τις σπουδαιότερες εντολές, τη δικαιοσύνη, την ευσπλαχνία και την πιστότητα”».

Σταμάτησε και περίμενε να κοπάσει το σούσουρο στο ποίμνιο. «Καβάλησε καλάμι ο παπάς», είπε κάποιος, αρκετά δυνατά, για να τ΄ ακούσει.

«Μπορείτε να μου εξηγήσετε κάτι;» ακούστηκε μια γυναικεία φωνή. «Γιατί στο Γραμματικό έχουν δικαίωμα να διώξουν τους ΧΥΤΑ από το χωριό τους κι εμείς δεν έχουμε δικαίωμα να διώξουμε τους ξένους από το δικό μας;».

«Δε ζητάς να σε στείλουν σε άλλη ενορία, πάτερ, που δεν είναι Φαρισαίοι σαν εμάς; Το λέω για το δικό σου καλό».

«Δε θα τραπώ σε φυγή», του απάντησε ο παπα-Γιάννης. «Θα μείνω εδώ και θα σας κάνω μια πρόταση. Αν από αύριο αναλάβετε μεταξύ σας να προσφέρετε σ΄ αυτούς τους άπορους ένα πιάτο φαγητό, έστω ένα πινάκιο φακής, και ένα χιτώνα, όχι τον δεύτερο αλλά αυτόν που έχετε για πέταμα, εγώ θα σταματήσω να μοιράζω συσσίτιο και ρούχα. Αλλιώς, θα αγοράσω ένα μικρό φορτηγό από το υστέρημά μου και θα κάνω εγώ τη μεταφορά του ρουχισμού. Γιατί εγώ δεν πρόκειται να λησμονήσω ποτέ την εντολή του Κύριου μου: “Αγάπα τον πλησίον σου ως σεαυτόν”».

Όταν ο πατέρας Ιωάννης ξαναμπήκε στο ιερό, το ποίμνιό του είχε αρχίσει ήδη να φεύγει.

Το περιπολικό που ειδοποιήθηκε από τον νεωκόρο και πήγε στην εκκλησία, το πρωί της Τετάρτης, τον βρήκε πεσμένο μπρούμυτα στο πρεσβυτέριο με θανατηφόρες κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις από σιδερένιο αντικείμενο, κατά πάσα πιθανότητα λοστό, όπως διαπίστωσε αργότερα η ιατροδικαστική έκθεση.

Ο ιερέας που ήρθε σταλμένος από την Αρχιεπισκοπή, σταυροκοπήθηκε και μονολόγησε:

«Απέθανεν υπέρ των αμαρτιών ημών». Και μετά πρόσθεσε τόσο σιγά, σαν να ήθελε να το ακούσει μόνο ο ίδιος: «Αλλά ουκ εγήγερται τη τρίτη ημέρα κατά τας γραφάς» Κωνσταντινουπο- λίτης με αρμενική καταγωγή, γερμανική κουλτούρα και αριστερές ιδέες, πολύγλωσσος και κοσμογυρισμένος, ο Πέτρος Μάρκαρης πρωτοεγκαταστάθηκε στην Ελλάδα στα 28 του το 1965, εργάστηκε ως οικονομικό στέλεχος στα Τσιμέντα Τιτάν, έκανε μεγάλη καριέρα ως θεατρικός συγγραφέας και μεταφραστής, συνεργάστηκε στα σενάρια του Θ. Αγγελόπουλου και το 1995 μπήκε δυναμικά στον χώρο της αστυνομικής λογοτεχνίας, χρησιμοποιώντας τις τεχνικές της για να αποκρυπτογραφήσει τη λειτουργία της ελληνικής κοινωνίας μετά τη Μεταπολίτευση. Τα μυθιστορήματά του «Άμυνα ζώνης», «Νυκτερινό δελτίο», «Ο Τσε αυτοκτόνησε», «Βασικός μέτοχος», «Παλιά πολύ παλιά» (Εκδ. Γαβριηλίδης) βρήκαν μεγάλη απήχηση στο εσωτερικό (και ως τηλεοπτικές διασκευές) και τον έκαναν σταρ στο εξωτερικό, όπου τα βιβλία του είναι μπεστ σέλερ.

«Ο Κύριος ημών ήταν ένας θρησκευτικός μετανάστης», επέμεινε ο παπάς. «Μετανάστευσε στον Χριστιανισμό και ήταν ένας χριστιανός μετανάστης ανάμεσα σε Ιουδαίους. Οι Ιουδαίοι τον κυνήγησαν, επειδή μετανάστευσε σε άλλη θρησκεία. Όπως κι εσείς κυνηγάτε τώρα τους άμοιρους που μετανάστευσαν σε άλλη χώρα»