Nα σκεφτούμε την ποίηση του Πούλιου ανεξάρτητα από τον προγραμματικό στίχο στην τελευταία του Κρυφή Συλλογή (που κυκλοφόρησε το 2008 από τις Εκδόσεις Κέδρος, κοσμημένη με τις «μαύρες» εικόνες του Χρόνη Μπότσογλου).

«Βρίσκω λίγο σκοτάδι όπου μπορώ/ σκυμμένος να κλάψω και/ γράφω μονάχα για λίγους» Να τη διαβάσουμε αντ΄ αυτού και σαν κατάφαση της ζωής για πολλούς. Θα υποστηρίξω ότι όλη η συμπαντική εγωτολογία του Πούλιου, από τα πρώτα πολύστιχα ποιήματα μέχρι τα σχεδόν επιγραμματικά τελευταία, ορίζει όχι ένα νέο αντικείμενο για το υποκείμενο που σπαράζει (τον ποιητή), αλλά για το κείμενο που γράφεται (το ποίημα). Ο Πούλιος, και ας μην το λέεικαι ας μην το ξέρει-, είναι κάποιος που γράφει για το ποίημα, όχι για τον εαυτό. Και γράφει με μια γραφή που παράγει περισσότερη γραφή, ακόμη και όταν απογράφει το ελάχιστο ίζημα που αφήνει το εγώ του όταν γράφεται, προκειμένου να ξεπεράσει τον εαυτό του και να σωπάσει.

Ο Πούλιος μιλά αναλογικά για το πάθημα – για την οντολογική διαφορά του με το Είναι. Οπότε δεν είναι το πάθημα αυτό που περιγράφει, αλλά το ίχνος του στη γλώσσα. Σε μια γλώσσα προγενέστερη του ίδιου του Είναι, η οποία, ενώ γράφεται- εάν πράγματι γράφεται-, δεν κατορθώνει να ονομάσει τη διαφορά. Σε τέτοιο βαθμό μάλιστα, ώστε να μην υποβάλλει καν την ιδέα της αναπαράστασης, αλλά την αδυναμία να παρασταθεί κάτι τι. Αλλά και πάλι, στον Πούλιο δεν πρόκειται να υπάρξει σιωπή εκτός ποιήματος, διότι δεν υπάρχει τίποτα εκτός ποιήματος, με την έννοια ότι δεν υπάρχει ένα εγώ που να αναφέρεται σε κάτι άλλο εκτός από το ποίημα. Πράγμα που σημαίνει το εξής, ακατανόητο για τους θεωρητικούς μας:

ότι η ποίηση δεν υπάρχει εκτός του «θανάτου του συγγραφέα», και ότι στον θάνατο του συγγραφέα ο ποιητής χρωστά τη ζωή του. Δηλαδή, στην περίπτωση του Πούλιου, ό,τι έχει γράψει αδιάλειπτα, από το «Άσμα» του 1969 μέχρι τα «Τελευταία λόγια» του 2008. «Τα μάτια μου έχουν ιδεί/ και τα αυτιά μου έχουν ακούσει/ Αυτά ας είναι τα τελευταία μου λόγια».