Σαράντα τέσσερα «διηγήματα για νεκρές φύσεις» του λεπτουργού Γιάννη Ευσταθιάδη. Τα φρόντισαν με τη γνωστή αποτελεσματική τους επιμέλεια οι Εκδόσεις Ύψιλον, οι οποίες σε πείσμα των δύσκολων αυτών καιρών επιμένουν να μας προτείνουν συντομότατες, πλην όμως λειτουργικές αφηγηματικές εκδοχές. Η προβολή της ειδοποιού λεπτομέρειας, η δόκιμη ανακατανομή των αποφασιστικών ποιοτήτων- οριακών ποσοτήτων της ακμαίας παρακαταθήκης της ατομικής μνήμης, η επιτυχής όσμωση των αντιθετικών στοιχείων της περιρρέουσας ατμόσφαιρας και η διακριτική χρήση του στοιχείου της μεταφοράς, ό,τι δηλαδή χαρακτηρίζει επακριβώς το σύνολο των προηγουμένων έργων του χαρισματικού αυτού συγγραφέα, εντοπίζεται αμέσως και στην υφολογικά υποδειγματική Πορσελάνη. Φρονώ ότι πρόκειται για μια συγκομιδή κρίσιμων στιγμιοτύπων ενός σταθερά αναστοχαζόμενου βίου. Ενός βίου, ο οποίος επείγεται να ανιχνεύσει, να κατανοήσει και να αφομοιώσει πρωτίστως τα άρρητα, τα άκρως σημαίνοντα και τα μοιραία ζητήματα, τα οποία τον συνέχουν και μάλιστα κατά αυστηρή, μαθηματική τάξη. Μαρτυρείται, επίσης, η πρόθεση της λειτουργικής επαναδιαπραγμάτευσης των όποιων κερδών αλλά και των τραυματικών απωλειών από το παιχνίδι της καθημερινότητας, η αποκωδικοποίηση όλων ει δυνατόν των ονείρων, εφιαλτικών και μη, ο υπομνηματισμός των κορυφαίων κραδασμών του διηγητικού εγώ και η ημερολογιακή καταγραφή των ψυχικών μεταβολών. Αντιστοίχως ενισχύεται ακόμη περισσότερο η καλλιέργεια μιας φορτισμένης, ειδολογικά ακμαίας γλώσσας. Χωρίς δηλαδή να υπονομεύεται η αβίαστη αναγνωστική πρόσληψη, η έκφανση περιποιείται αρκούντως τα εαυτής. Το συνθηματικά αυξημένο ιδίωμα συγκαταλέγεται άλλωστε κι αυτό στις αισθητικές κατακτήσεις του Γιάννη Ευσταθιάδη. Η ρηματική λεπτότητα διδάσκει. Εν ολίγοις η Πορσελάνη διαβάζεται σαν να είναι ένα από τα αυθεντικότερα εσωτερικά μας τοπία.